Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Οι εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του επόμενου προέδρου του ΚΙΝΑΛ θα οδηγήσουν σε πρόσωπο το οποίο θα είναι σύμφωνο στο ενδεχόμενο συγκρότησης κυβέρνησης συνασπισμού, μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές, ή όχι;
Διότι αυτό είναι το βασικό ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει το εκλογικό σώμα της συγκεκριμένης παράταξης κατά τις εσωκομματικές εκλογές για τη θέση του προέδρου. Τουλάχιστον, υπό την οπτική που έθεσε χθες ο εκ των υποψηφίων για αυτή τη θέση Ανδρέας Λοβέρδος.
Με σαφήνεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και προεξοφλώντας την αδυναμία του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής να αναδείξει ισχυρές αυτοδύναμες κυβερνήσεις, ο κ. Λοβέρδος έσπευσε χθες να διαβεβαιώσει ότι «... η δική μου υποψηφιότητα θα καταστρέψει κάθε σενάριο που εξυφαίνεται για μία δήθεν συγκυβέρνηση ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ και ίσως και Βαρουφάκη. Αυτό το σενάριο, που εγώ το βλέπω πια μπροστά μου, δεν θα περάσει όσο είμαι εγώ εκεί και αν είμαι πρόεδρος, δεν θα γίνεται και συζήτηση γι’ αυτό».
Πόσο πιο καθαρά να το πει ο άνθρωπος;
Η χρονική συγκυρία, δε, κατά την οποία ο κ. Λοβέρδος προχώρησε στη συγκεκριμένη τοποθέτηση, ήτοι, στον απόηχο της κατάθεσης της υποψηφιότητας του κ. Γ. Α. Παπανδρέου για τη θέση του προέδρου του ΚΙΝΑΛ, ωθεί στην εκτίμηση ότι ο ίδιος «βλέπει» με αντίστοιχη διαύγεια τον κ. Παπανδρέου να οδεύει σε μία τέτοια συμμαχία, σε περίπτωση, πρώτον, που η υποψηφιότητα ΓΑΠ είναι επιτυχής και δεύτερον, στον βαθμό που τα αποτελέσματα της επόμενης εθνικής κάλπης το επιτρέψουν.
Ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου έχει ήδη διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας, έστω για βραχύ χρονικό διάστημα. Υπ’ αυτή την έννοια, έχει ήδη καταθέσει δείγμα γραφής και το εκλογικό σώμα, εν πολλοίς και παρά τις όποιες μεταβολές συνθηκών, έχει λάβει γνώση του στίγματος των πολιτικών του, τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και πράξης.
Τούτου δοθέντος, σε περίπτωση που η υποψηφιότητά του τον οδηγήσει όντως στα ηνία του ΚΙΝΑΛ ενώ η χώρα οδεύει -κατά πάσα βεβαιότητα, πλέον, με τρόπο εσπευσμένο- προς την επόμενη εθνική κάλπη, δεν αναμένονται εκπλήξεις ολκής σε ζητήματα πολιτικής. Το δε κοινό επί του οποίου θα επικεντρωθεί, θα είναι, ευλόγως, αυτό της κεντροαριστεράς, είτε πρόκειται περί των αναποφάσιστων, είτε περί εκείνων οι οποίοι κατέστησαν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια των τελευταίων ετών, είτε της ΝΔ.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, αμφότερα αυτά τα κόμματα εικάζεται ότι θα υποστούν κάποιες απώλειες -ο ακριβής βαθμός τους μέλλει να καταδειχθεί, προφανώς, στην κάλπη- από ενδεχόμενη ηγεσία Παπανδρέου στο ΚΙΝΑΛ.
Το διακύβευμα, βεβαίως, είναι το ενδεχόμενο η επόμενη εκλογική αναμέτρηση να μην αποδειχθεί διπλή, όπως πιθανολογούνταν έως τώρα, αλλά να αναδείξει όντως κυβέρνηση, της μορφής που περιέγραψε χθες ο φίλτατος κ. Λοβέρδος. Πρόκειται για ένα ενδεχόμενο πλέον ορατό, αν και η υλοποίησή του, βεβαίως, θα κριθεί από το αποτέλεσμα της κάλπης.
Έτσι, αν και όλα τούτα κινούνται ακόμη στον χώρο των εικασιών και της σεναριολογίας, η επιστροφή Παπανδρέου στο προσκήνιο αναδεικνύει, μετ’ επιτάσεως, την εσωτερική αντιπαράθεση του ΚΙΝΑΛ και τις δύο αντίρροπες τάσεις που υφίστανται στην κεντροαριστερά, με επίκεντρο όσους αποσκίρτησαν κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όσους στέκουν κάθετα αντίθετοι σε ενδεχόμενη συνεργασία με το συγκεκριμένο κόμμα.
Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη υποψηφιότητα συνοδεύεται από δύο δυνητικά ερωτήματα: πρώτον, δύνανται οι πολιτικοί εκφραστές της κεντροαριστεράς να συνεννοηθούν ώστε να συγκυβερνήσουν και δεύτερον, όλοι οι «άλλοι» θα τους το επιτρέψουν;