Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η επίκληση της ανάγκης ύπαρξης πολιτικής συναίνεσης για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η κλιματική αλλαγή και ειδικά εκείνων που σχετίζονται με τις πυρκαγιές, εκ μέρους τόσο του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, όσο και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, συνιστά, αν μη τι άλλο, έναν θετικό οιωνό.
Αν και – εν πολλοίς - διαρρηγνύει ανοικτές θύρες, καθώς αφορά τομές που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την αντιμετώπιση απειλών με χρονικό ορίζοντα σαφώς μακρύτερο της θητείας οποιασδήποτε κυβέρνησης, το γεγονός και μόνον ότι η συγκεκριμένη ανάγκη αναγνωρίζεται από αμφότερους τους πολιτικούς άνδρες μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι ενθαρρυντικό.
Κατά πόσον αυτή η διαπίστωση συνάδει με την γενικότερη πολιτική στάση των ιδίων, είναι κάτι, βεβαίως, που μέλλει να καταδειχθεί, υπό το φως τόσο της μακράς ιστορίας αντιπαράθεσης που τους χαρακτηρίζει όσο και των τελευταίων εκφάνσεων της.
Για παράδειγμα, ακόμη κι αν θέσουμε εκτός “κάδρου” συζήτησης την πεζοδρομιακού χαρακτήρα συνθηματολογία με στόχο τον πρωθυπουργό που αναπτύσσεται εσχάτως, και “...ότι ένα κόμμα θα έκανε εκστρατεία με βρισιές κατά του Πρωθυπουργού...”, όπως υποστήριξε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ο υπουργός Ανάπτυξης, κ. Α. Γεωργιάδης, ελάχιστος κοινός τόπος υφίσταται μεταξύ των πλευρών που εκπροσωπούν οι δύο άνδρες.
Όπως αντίστοιχα, δεν θα έπρεπε να τρέφουμε ιδιαίτερες ελπίδες και για τον “μπαλαντέρ” της πολιτικής σκηνής, ΚΙΝΑΛ, που ήδη ζητά παραιτήσεις αναφορικά με τους χειρισμούς αντιμετώπισης του τελευταίου κύματος πυρκαγιών, προϊδεάζοντας για τη στάση που θα τηρήσει συνολικά έναντι των χειρισμών της κυβέρνησης επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
Όσο, λοιπόν, υπαρκτή κι αν είναι η ανάγκη συναίνεσης μεταξύ των δυο ή και περισσοτέρων εκ των βασικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, τόσο βαθύ εμφανίζεται να είναι το ρήγμα που τις χωρίζει σε σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών, επί των οποίων θα όφειλε να προβάλλει ως αυτονόητη η ύπαρξη συναίνεσης. Υπήρξε άραγε συναίνεση στα ελληνοτουρκικά, ή στην διαχείριση ζητημάτων που αφορούσαν την αντιμετώπιση της πανδημίας, ή στην παιδεία ή εντέλει σε οποιοδήποτε άλλο θέμα, ώστε να αισιοδοξούμε ότι τώρα μπορεί κάτι να αλλάξει;
Αν μη τι άλλο ενδεικτικά ως προς αυτό είναι τα στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Τσίπρας ως προς την αντιμετώπιση που επεφύλαξε η παρούσα κυβέρνηση στο πόρισμα Γκόλνταμερ, το οποίο της κληροδότησε η προηγούμενη και το οποίο είχε εκπονηθεί μετά την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι.
Επί ενός ζητήματος το οποίο η ιδία θέτει τώρα ως πεδίο όπου υφίσταται ανάγκη διακομματικής συνεννόησης, έθεσε στον “κάλαθο των αχρήστων” την μελέτη που η προηγούμενη κυβέρνηση της είχε παραδώσει.
Αντίθετα, υπό το φως όλων αυτών οι πολίτες δικαιούνται να εκτιμούν ότι η επίκληση της ανάγκης εξεύρεσης όρων συνεννόησης και συναίνεσης εκ μέρους των δυο κυριοτέρων πολιτικών τους εκπροσώπων διατυπώνεται, κυρίως, με όρους πολιτικής σκοπιμότητας για την αποκόμιση του όποιου κομματικού οφέλους μπορούν τυχόν να δρέψουν.
Εάν όντως έχουν έτσι τα πράγματα, όμως, τότε θα πρόκειται για μία κολοσσιαία αποτυχία.
Εάν ακόμη και υπό την πολυδιάστατη απειλή που συνιστά για τη χώρα η κλιματική αλλαγή δεν μπορέσουν να βρουν κοινό έδαφος συνεννόησης οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, τότε ως προς τι να αισιοδοξούν οι πολίτες της;
Τι να προσδοκούν και ως προς τι να ελπίζουν;