Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά -είναι βέβαιο- που η πολιτεία αποφασίζει να εξυπηρετήσει, δίκην πελατειακής υποχρέωσης, τα τάδε ή τα δείνα συντεχνιακά συμφέροντα.
Η συγκεκριμένη, όμως, «εξυπηρέτηση», πέραν του ιδιαίτερα άκομψου τρόπου με τον οποίο προωθήθηκε, αγνοώντας κάθε είδους διαβούλευση αλλά και σε άσχετο νομοσχέδιο ενώ μόλις είχε ψηφιστεί νομοσχέδιο του ίδιου υπουργείου, προσβάλλει κάθε συνεπή και νομοταγή πολίτη αυτής της χώρας. Κυριότερα, δε, προσβάλλει όσους εκ των εμπλεκόμενων πανεπιστημιακών ήδη εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους έναντι της πολιτείας και πλέον στέκουν ως οι… αφελείς της υπόθεσης.
Η δε υπουργός Νίκη Κεραμέως επιχείρησε να διασκεδάσει τις σχετικές αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας ότι τούτο έγινε ώστε η τροπολογία να είναι... εμπρόθεσμη, αν και το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν περιποιεί τιμή στον σχεδιασμό πολιτικής που έχει το υπουργείο Παιδείας. Αντίστοιχα, ουδεμία διαβούλευση υπήρξε με τους εμπλεκόμενους φορείς, πριν την κατάθεση της συγκεκριμένης τροπολογίας, γεγονός ενδεικτικό της σπουδής που επιδείχθηκε κατά την προώθησή της.
Με τη συγκεκριμένη τροπολογία, λοιπόν, «ρυθμίζονται» (διάβαζε, χαρίζονται) οφειλές πανεπιστημιακών (καθηγητών, λεκτόρων, κ.ά.) προς τα ΑΕΙ, οι οποίες προέκυψαν βάσει της υποχρέωσης που αυτοί έχουν να καταβάλλουν ποσοστό 7% επί των εσόδων τους από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, κ.ά.), ως αντιστάθμισμα του πλεονεκτήματος που τους προσδίδει η χρήση του καθηγητικού τους τίτλου. Πρόκειται για χρήματα, δε, τα οποία οδεύουν στους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) των ΑΕΙ. Να σημειωθεί ότι το 1997 η υποχρέωση αυτή ανερχόταν στο 30% των ακαθάριστων εσόδων τους, ενώ το 2000 ορίστηκε στο 15%, για να μειωθεί στο 7% στη συνέχεια.
Αν και αυτή η υποχρέωση θεσπίστηκε από το 1997, κατά το διάστημα που κύλησε έκτοτε, ορισμένοι εκ των υπόχρεων δεν κατέβαλλαν τις σχετικές εισφορές, με αποτέλεσμα στην υπερεικοσαετή περίοδο που μεσολάβησε να σωρευτούν σημαντικές οφειλές. Η τροπολογία προβλέπει, μεταξύ άλλων, μείωση του χρόνου παραγραφής κατά 10 έτη, δηλαδή παραγραφή μετά την πάροδο δεκαετίας (αντί 20ετίας κατά τα ισχύοντα), ενώ δεν υπάρχει καν μνεία στη σχετική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου, του ύψους του συνολικού ποσού που αφορά αυτή η παραγραφή.
Παρεμφερή ρύθμιση είχε προωθήσει και επί υπουργίας του ο Κ. Γαβρόγλου (2018), παρέχοντας όμως στους έως τότε συνεπείς τη δυνατότητα συμψηφισμού ποσών που είχαν καταβάλει, με άλλες οφειλές τους. Τέτοια δυνατότητα δεν παρέχει η τροπολογία της κας Κεραμέως.
Έτσι, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη τροπολογία, όχι μόνο χάνονται κονδύλια, αδιευκρίνιστου ύψους, τα οποία προορίζονταν για τη χρηματοδότηση της έρευνας στα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά αναδεικνύονται σε αφελείς οι συνεπείς πανεπιστημιακοί, οι οποίοι κατέβαλλαν κανονικά όλα αυτά τα χρόνια τις υποχρεώσεις τους.
Αντίστοιχα, όπως σημείωσε χθες στη Βουλή ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ Μιχάλης Κατρίνης, αυτή η τροπολογία «... προσβάλλει τα εκατομμύρια φορολογούμενους στη χώρα που χρωστάνε και μέσω του πτωχευτικού κώδικα κινδυνεύουν με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς και αποδομεί το αφήγημα περί μίας κυβέρνησης που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες για τους πολίτες».