Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Είθισται σε διοργανώσεις καλλιστείων ανά την υφήλιο, οι διαγωνιζόμενες ενίοτε να ερωτώνται περί ευρύτερων ζητημάτων, τα οποία δεν άπτονται απαραιτήτως θεμάτων καλλονής αλλά εστιάζουν στις προσωπικές τους επιθυμίες ή επιδιώξεις. Αποτελεί, δε, πάγια πρακτική να απαντούν ότι επιθυμούν την εξασφάλιση παγκόσμιας ειρήνης.
Αν και η αναλογία προφανώς απέχει οποιασδήποτε πολιτικής ορθότητας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι έτσι συνέβη στη χώρα μας και με την υπόθεση του κατώτατου μισθού. Η αύξησή του και δη κατά σημαντικό ποσοστό είναι επιθυμητή, πλην όμως, υπό τις περιστάσεις, είναι αδύνατη. Κάτι σαν το κοκτέιλ που επιθυμούσε να πιει ο φίλτατος κ. Ευκλ. Τσακαλώτος με την κα Σκάρλετ Γιόχανσον.
Για την ακρίβεια, δίχως ιδιαίτερη βάσανο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η αύξηση του 2% που ενέκρινε χθες η κυβέρνηση στον κατώτατο μισθό ισοδυναμεί με ψιχία. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, εξάλλου, τη χαρακτήρισε ως συμβολική.
Μπορεί κανείς να ζήσει με αξιοπρέπεια ή έστω στα όριά της, με μισθό 663 ευρώ τον μήνα ή ακόμη και με 773,5 ευρώ, εάν αυτός υπολογιστεί επί 14; Τι καλείται να πρωτοπληρώσει με αυτό το ποσό μία οικογένεια των τριών ατόμων ή ακόμη και ένας εργαζόμενος, ο οποίος δεν βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις και ζει μόνος του; Το νοίκι, τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ ή τη διατροφή του;
Υπ’ αυτό το πρίσμα και εάν όντως η ΝΔ εκτιμούσε ως «ψίχουλα» την αύξηση κατά 11% που είχε δοθεί το 2019 από την τότε κυβέρνηση, όπως μας θύμισε χθες η φιλτάτη κα Μ. Ξενογιαννακοπούλου, τι είναι η αύξηση κατά 2% που εγκρίθηκε χθες, αν όχι κάτι λιγότερο από... ψίχουλα;
Σε μία χώρα όμως, η οικονομία της οποίας «βούτηξε» από τη μία κρίση στην άλλη, καταγράφοντας πέρυσι ύφεση 8,2%, η ανεργία εξακολουθεί να διαμορφώνεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα (17% για τον Απρίλιο 2021) και οι επιχειρήσεις επιβίωσαν τους τελευταίους 18 μήνες χάριν κρατικής στήριξης, πώς είναι δυνατόν να τους ζητείται να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη, δίχως να έχουν ακόμη, ούτε καν, σταθεί στα πόδια τους;
Εντέλει, ακόμη κι αν ορισμένοι εκ των εμπειρογνωμόνων του ΚΕΠΕ είχαν κρίνει ότι μπορούν να δοθούν αυξήσεις έως και 4%, όπως λέει η αξιωματική αντιπολίτευση, τη «στιγμή της αλήθειας», ποιος θα έβαζε το χέρι στην τσέπη για να πληρώσει; Αυτοί οι εμπειρογνώμονες ή οι επιχειρήσεις αυτής της χώρας, που είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα μικρομεσαίες και δεν έχουν ακόμη κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας ή ακόμη και της επιβίωσης;
Στον απόηχο, λοιπόν, όλου αυτού, προφανώς η χθεσινή απόφαση της κυβέρνησης συνιστά μία «τομή». Κατά πόσον αυτή είναι «χρυσή», ήτοι είναι η βέλτιστη ή όχι, κρίνεται από τον καθένα μας. Άκρως συμπαθής, δε, η επιχειρηματολογία περί μείωσης ασφαλιστικών εισφορών και φορολογίας, καθώς και αυτή περί αρνητικού πληθωρισμού το προηγούμενο διάστημα, όμως και πάλι μιλάμε για… ψιχία και αυτή είναι μία μάλλον αδιέξοδη ή και βαρετή συζήτηση.
Αντίθετα, μία συζήτηση που θα είχε σαφώς υψηλότερο ενδιαφέρον, θα αφορούσε ουσιαστικές μισθολογικές αυξήσεις και -κατά προέκταση- βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων αυτής της χώρας. Αυτή, όμως, η συζήτηση μπορεί να διεξαχθεί μόνον εφόσον καταγραφεί η οικονομική πρόοδος που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση -αλλά και άπαντες οι διεθνείς οργανισμοί και φορείς - για τη χώρα μας.
Όμως δεν είμαστε ακόμη εκεί. Είμαστε;