Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τι ακριβώς καλείται να συναγάγει η Ελλάδα, όταν μία σύμμαχος χώρα στο ΝΑΤΟ και η κυριότερη από πλευράς οικονομικής ισχύος εταίρος στην ΕΕ, Γερμανία, θεωρεί ως απλή «οπισθοδρόμηση» και «απόκλιση από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών», τις απειλές Ερντογάν για τα Βαρώσια;
Αντίστοιχα, τι καλείται να αντιληφθεί η χώρα μας, ως προς τον ρόλο της ΕΕ, τόσο έναντι της ιδίας όσο και ευρύτερα στη διεθνή σκηνή, όταν οι ΗΠΑ πρωτοστατούν για τη σύγκληση του Σ.Α. του ΟΗΕ και την ίδια ώρα η ΕΕ δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να συγκαλέσει ούτε καν το Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών, αναφορικά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό ζήτημα;
Όσα διαδραματίστηκαν πρόσφατα στην Κύπρο, με τον Ερντογάν να πιέζει για τη λύση των δύο κρατών στη Μεγαλόνησο αλλά και να προχωρά μονομερώς στο άνοιγμα της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων, παρείχαν την ευκαιρία να διευκρινιστεί πέραν πάσης αμφισβητήσεως ο ρόλος που διαδραματίζουν εταίροι και σύμμαχοι έναντι της Κύπρου και βεβαίως της Ελλάδος.
Από τη σαφή, πλην μάλλον ήπια, ανακοίνωση του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ -ο οποίος, τουλάχιστον, χαρακτήρισε ως απαράδεκτη και μονομερή την απόφαση για αλλαγή καθεστώτος των Βαρωσίων, προκαλώντας αντιδράσεις εκ μέρους της Άγκυρας- έως τις αμφίσημες τοποθετήσεις της καγκελαρίου Α. Μέρκελ, η οποία θεώρησε ως «οπισθοδρόμηση» τις δηλώσεις Ερντογάν για το Κυπριακό, η ΕΕ δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ιδίως, δε, της θέσης που θα όφειλε να έχει μία πολιτική και οικονομική ένωση εταίρων έναντι των κρατών-μελών της, όταν παραβιάζεται η διεθνής νομιμότητα εις βάρος τους, από τρίτες χώρες.
Στον αντίποδα, ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι ΗΠΑ, τόσο δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν όσο και δια των τοποθετήσεων της Δρ. Κάρεν Ντόνφριντ, υποψήφιας υφυπουργού Εξωτερικών για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις αλλά και του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, καταδικάζοντας ρητά την τουρκική προκλητικότητα και ζητώντας την αντιμετώπισή της από το Σ.Α. του ΟΗΕ, κατέδειξαν πού ακριβώς «στέκονται» οι ΗΠΑ.
Τούτων δοθέντων, οι ενστάσεις που διετύπωσε ως προς τον ισχνό ρόλο της ΕΕ στο Κυπριακό ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Ερμής», όχι μόνον είναι απολύτως βάσιμες αλλά μάλλον διασκεδάζουν τις εντυπώσεις ως προς την πραγματική διάσταση των πραγμάτων.
Για την ακρίβεια, λέγοντας ότι «η ΕΕ από μόνη της δεν έχει ενσωματώσει στην πολιτική της τον σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο που καλείται να παίξει», ο κ. Δένδιας, δεδομένου του θεσμικού του ρόλου, μάλλον επιχείρησε να τηρήσει λεπτές ισορροπίες, την ίδια ώρα που η απουσία της ΕΕ από τη διεθνή σκηνή, ακόμη και όταν πρόκειται για τις σχέσεις κράτους-μέλους της με τρίτη χώρα, είναι κάτι περισσότερο από εκκωφαντική.
«Η Κύπρος είναι χώρα-μέλος της, άρα η ΕΕ θα είχε κάθε λόγο και θα έπρεπε να διεκδικήσει την απόλυτη συμμετοχή στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο κ. Δένδιας και προσθέτει: «Η ΕΕ ωστόσο, ακολουθώντας διστακτικότητα, δεν κατάφερε ούτε καν να είναι κομμάτι των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη».
Ως προς τη Γερμανία, δε, εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει ότι το νήμα της συνεννόησης θα το αναζητήσουμε εκ νέου μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου… «Η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης οφείλει να αποδεχτεί τον ρόλο ηγέτιδας χώρας και σε καταστάσεις όπως η επιβολή κυρώσεων σε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία έχουμε μια νέα ευκαιρία να ξεκινήσουμε μια προσπάθεια συνεννόησης με τη νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Υπό το φως όλων αυτών, στη συμπλήρωση της τέταρτης δεκαετίας από την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ, σε ποια «Δύση» ακριβώς ανήκουμε;