Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Κατά τρόπο συστηματικό και πάγιο, ο τομέας της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα καταγράφεται, επί σειρά ετών, ως «ασθενής». Από Έλληνες αλλά και ξένους. Επί μνημονιακών ετών, συμπεριλαμβανόταν, δε, κατά τρόπο αντιστοίχως συστηματικό και πάγιο στους τομείς που χρήζουν μεταρρυθμίσεων.
Τα τρωτά, ενδεχομένως, πολλά. Στο επίκεντρο, ωστόσο, των επικρίσεων ήσαν -και κατά τα φαινόμενα παραμένουν- δύο τινά. Πρώτον, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στοιχείο κομβικής σημασίας για την εξασφάλιση διάκρισης μεταξύ των εξουσιών και δεύτερον, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, ή ακριβέστερα οι καθυστερήσεις που αυτή παρουσιάζει, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν υποθέσεις ακόμη και σε κατάσταση αρνησιδικίας.
Στο πρώτο μνημόνιο, στο δεύτερο μνημόνιο, στο τρίτο μνημόνιο, αλλά βεβαίως και στις μεταρρυθμίσεις που η παρούσα κυβέρνηση έχει εξαγγείλει, συμπεριλαμβανόταν η λειτουργία της Δικαιοσύνης. Όχι ότι δεν έγιναν «πράγματα», τα χρόνια που κύλησαν από το 2010 έως σήμερα. Στην τελική γραμμή αποτελεσμάτων, όμως, αυτό το οποίο έγινε, κατά τα φαινόμενα, μας οδήγησε «πίσω» και όχι «εμπρός».
Τουλάχιστον, αυτό συμπεραίνει έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, το έτος 2020, που φέρει ημερομηνία σύνταξης την 30η.09.2020 αλλά δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις προ διημέρου.
Αν και στην έκθεση σημειώνεται ότι «βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορα μέτρα με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας του ελληνικού δικαστικού συστήματος», σε δύο τομείς, οι επικρίσεις είναι ξεκάθαρες: στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και στην ταχύτητα απονομής της.
Χαρακτηριστικά, γίνεται αναφορά στον τρόπο διορισμού των ηγεσιών των τριών ανώτατων δικαστηρίων από το υπουργικό συμβούλιο, βάσει συνταγματικής πρόβλεψης, και αναφέρεται, με τη γνωστή μειλίχια γλώσσα των Βρυξελλών ότι «... έχει ασκήσει κριτική η ομάδα χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει τροποποιήσει το σχετικό πλαίσιο. Καθώς ο τρόπος διορισμού στις εν λόγω θέσεις δικαστικών λειτουργών προβλέπεται στο Σύνταγμα, τυχόν αλλαγή του θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση». Σημειώνεται, δε, ότι «το επίπεδο της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι μέτριο» και τονίζεται: «... το 53% του ευρέος κοινού θεωρεί ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι αρκετά καλή και πολύ καλή, ποσοστό που τα τελευταία χρόνια βαίνει μειούμενο».
Αυτό το οποίο εννοούν οι φίλτατοι των Βρυξελλών είναι ότι όταν το άρθρο 90, παρ. 5 του Συντάγματος προβλέπει ότι στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Ελεγκτικού Συνεδρίου και Συμβουλίου της Επικρατείας) διορίζονται -με προεδρικό Διάταγμα- πρόσωπα που προτείνει το υπουργικό συμβούλιο, πρώτον, η περίφημη «διάκριση των εξουσιών» φεύγει από το παράθυρο και δεύτερον, δημιουργείται έδαφος πρόσφορο για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων. Ακριβώς το ίδιο, δε, ισχύει και για τις θέσεις του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του γενικού επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του γενικού επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων.
Σε ό,τι αφορά δε στην ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, η έκθεση συμπεραίνει ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης της Ελλάδας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά τη συνολική του αποδοτικότητα», κάτι που σημαίνει ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει σαφή κίνδυνο δημιουργίας νέων συσσωρευμένων υποθέσεων».
Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν υπάρχει επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, αλλά υπάρχουν φόβοι για τη δημιουργία ενός νέου «βουνού» εκκρεμών υποθέσεων. Κατάσταση την οποία, ευλόγως, επιβάρυνε ακόμη περισσότερο η διακοπή λειτουργίας των δικαστηρίων στη διάρκεια των lockdown που επιβλήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας.
Αν όμως έχουν όντως έτσι τα πράγματα, κι αν αυτή η κατάσταση έχει επιπτώσεις όχι μόνον στην ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού αλλά στην ίδια την ύπαρξη κράτους δικαίου στην Ελλάδα, τότε προς τι τα μεγάλα λόγια περί μεταρρυθμίσεων;
Γιατί κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας;