Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να πέτυχε τον κυριότερο σκοπό και λόγο ύπαρξής της, ήτοι την αποτροπή ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου, όμως, απέναντι στην πανδημία Covid-19, τη μεγαλύτερη υγειονομική και οικονομική πρόκληση που συνάντησε η Ευρώπη μετά τον Β’ Π.Π., ποια ήταν η απάντησή της;
Από υγειονομικής πλευράς, περίπου Βατερλό. Ούτε ενιαία πρακτική υπήρξε στο ζήτημα των μετακινήσεων, με σειρά κρατών-μελών απλά να κατεβάζει μπαριέρες στα σύνορα, ούτε ενιαίο υγειονομικό πρωτόκολλο, ούτε ενιαίοι κανόνες για τη συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στα ζητήματα υγείας, ούτε καν ενιαία αντιμετώπιση στο ζήτημα της AstraZeneca.
Στο δε εμβολιαστικό μέτωπο, εκεί η αποτυχία υπήρξε παταγώδης, με ορισμένες χώρες να παρακάμπτουν την Κομισιόν και να προχωρούν σε απευθείας προμήθειες από τις φαρμακευτικές εταιρείες και με την ταχύτητα εμβολιασμού του ευρωπαϊκού πληθυσμού να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλά, ιδίως συγκρινόμενη με χώρες όπως το Ισραήλ, ελέω των αρχικών συμφωνιών που είχαν κάνει οι Βρυξέλλες με τις προμηθεύτριες εταιρείες.
Στο οικονομικό πεδίο, όπου υπήρξε το «μέγα» επίτευγμα της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο μάλιστα ευελπιστούσε να είναι η μαγιά για την «επόμενη Ευρώπη», ήτοι τη μετεξέλιξη της Ευρώπης, το σκηνικό επίσης απειλείται με παταγώδη αποτυχία.
Εάν το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφασίσει αρνητικά αναφορικά με τη συμμετοχή της Γερμανίας στο Ταμείο, η Κομισιόν αδυνατεί να προσεγγίσει τις αγορές με στόχο τον ενιαίο δανεισμό. Με άλλα λόγια, εάν δεν συμμετάσχει η Γερμανία, ουδεμία άλλη χώρα μπορεί να συμμετάσχει σε αυτό το εγχείρημα.
Ακόμη, όμως, κι αν όλα πάνε κατ’ ευχήν και τελικά το Ταμείο Ανάκαμψης σταθεί στα πόδια του, στην τσέπη του θα έχει το ποσό των 750 δισ. ευρώ, τη στιγμή κατά την οποία η αντίστοιχη προσπάθεια στις ΗΠΑ οδεύει για ποσό άνω των 2 τρισ. δολαρίων!
Ας μη συζητήσουμε, δε, για την υπόθεση ενιαία εξωτερική πολιτική και άμυνα. Πρόκειται, κοινώς, για ένα ευρωπαϊκό (ή και παγκόσμιο) ανέκδοτο. Όταν τα -θεωρητικά- σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απειλούνται στην ελληνική μεθόριο, η ΕΕ -με πρώτο το Βερολίνο- ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι γίνεται στη Λευκορωσία ή την Ουκρανία, παρά για τις απειλές και τις προκλήσεις που δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία. Εάν έστεκαν διαφορετικά τα πράγματα, οι διαβόητες κυρώσεις κατά του καθεστώτος Ερντογάν θα ήσαν ήδη σε εφαρμογή…
Αυτό, όμως, που κλόνισε την εμπιστοσύνη ακόμη και των τελευταίων οι οποίοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν - παρ’ όλα τα παραπάνω- στο «ευρωπαϊκό όνειρο», διαδραματίστηκε κατά τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου Τ. Ερντογάν, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ και της προέδρου της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Όχι μόνον υπήρξε καταφανής απουσία συντονισμού μεταξύ των δύο κυριότερων εκπροσώπων της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης πραγμάτων -και μάλιστα επί ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής-, αλλά δεν επιδείχθηκε ούτε καν η στοιχειώδης ευρωπαϊκή ευγένεια, ώστε να παραχωρήσει τη θέση του στην όρθια και εμβρόντητη πρόεδρο της Κομισιόν, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Με την απλούστερη κίνηση, την οποία είναι βέβαιον ότι θα έκανε η Γερμανίδα καγκελάριος, Α. Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν, ή εντέλει οποιοσδήποτε βρισκόταν σε αντίστοιχη περίσταση και γνωρίζει πώς να τιμά... τα παντελόνια του, η Ευρώπη θα είχε απαντήσει στον Ερντογάν.
Η σιωπή της είναι εκκωφαντική και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αναγνώριση ότι έτσι όπως στέκουν τα πράγματα, δεν οδηγούν κάπου…