Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στην Ελλάδα, ένα «ζητηματάκι» με τη διάκριση των εξουσιών το έχουμε.
Για παράδειγμα, όταν η εκτελεστική εξουσία διορίζει το σύνολο των ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, τότε αυτόματα το τοπίο είναι νεφελώδες από τα «αποδυτήρια».
Καθίσταται, δε, πολύ περισσότερο θολό, όταν η εκτελεστική εξουσία εμφανίζεται διατεθειμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του καταστατικού χάρτη και του τρόπου λειτουργίας της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, δίχως καν να συμβουλευθεί τους δικαστικούς λειτουργούς, δηλαδή εκείνους οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον απονομής δικαιοσύνης.
Ο λόγος για τον κώδωνα κινδύνου που έκρουσε χθες η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, αναφερόμενη στο κοινό αίτημα που απέστειλαν στις 25 Ιανουαρίου οι Δικαστικές Ενώσεις προκειμένου να συμμετάσχουν στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για τον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), τον οποίο εμφανίζεται να προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ο Κώδικας αυτός συνιστά, εν πολλοίς, το «κλειδί» του τρόπου λειτουργίας του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα καθώς αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των Δικαστικών Λειτουργών, καθορίζοντας με λεπτομέρεια, μεταξύ άλλων, τον τρόπο διοίκησης Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, τα δικαιώματα, τα κωλύματα, τα ασυμβίβαστα, τις τοποθετήσεις, τις προαγωγές, την επιθεώρηση, την αξιολόγηση, τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστικών λειτουργών, κ.α.
Έτσι, λοιπόν, όταν το ίδιο το υπουργείο έχει κάνει γνωστή την πρόθεσή του, ήδη από τον Οκτώβριο του 2020, να προχωρήσει στην αναμόρφωσή του αλλά έκτοτε, μολονότι υπήρξαν συναντήσεις με εκπροσώπους της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν δεσμεύεται για τη σύσταση αυτής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στην οποία παραδοσιακά συμμετέχουν εκπρόσωποι της Ένωσης, τότε, όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωσή της, υπάρχει η εκτίμηση ότι «... προτίθεται να επεξεργαστεί με συμβούλους του την αναμόρφωση του Κώδικα ερήμην των Δικαστικών Ενώσεων».
Όπως επισημαίνει ο συλλογικός φορέας εκπροσώπησης Δικαστών και Εισαγγελέων, «όλες οι Κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, σεβόμενες τη συνταγματική αναγνώριση των Δικαστικών Ενώσεων ως εκφραστών της βούλησης του Δικαστικού Σώματος, συγκροτούσαν Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές στις οποίες συμμετείχαν όλες οι Δικαστικές Ενώσεις. Η προώθηση νομοθετικών αλλαγών τέτοιου βαθμού, χωρίς να ακουστούν οι Δικαστικοί Λειτουργοί, θα συνιστούσε σοβαρό ατόπημα και έμπρακτη περιφρόνηση του θεσμικού ρόλου τους».
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ένωση εξέφρασε την «... έντονη ανησυχία της για τη συστηματική πλέον πρακτική του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αποκλείει τις Δικαστικές Ενώσεις από όλες τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που ασχολούνται με κομβικής σημασίας νομοθετήματα για τη Δικαιοσύνη, όπως έκανε τον περασμένο Νοέμβριο με την επιτροπή για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
Στον βαθμό που όντως είναι στις προθέσεις της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης η τροποποίηση του παραπάνω Κώδικα δίχως -αν μη τι άλλο- την ύπαρξη πρότερης διαβούλευσης και διαλόγου με τους εκπροσώπους των δικαστικών λειτουργών, τούτο θα συνιστά ένα σαφές ολίσθημα.
Όχι μόνον διότι θα αποτελέσει έμπρακτη έκφραση περιφρόνησης προς εκείνους οι οποίοι επιτελούν το συγκεκριμένο λειτούργημα αλλά κυριότερα διότι θα σφίξει ακόμη περισσότερο τον ήδη ασφυκτικό κλοιό με τον οποίο περιβάλλει η εκτελεστική εξουσία τη δικαστική, στη χώρα μας.
Οι πολιτικοί, ούτως ή άλλως, διατηρούν το προνόμιο να δικάζουν τους εαυτούς τους και διορίζουν τις ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Πλέον, εάν υλοποιηθούν οι ανησυχίες της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, θα αποκλείσουν και τους Δικαστές από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων επί του τρόπου με τον οποίο απονέμεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας.
Πρόκειται για ένα μονοπάτι κάτι περισσότερο από… ολισθηρό!