Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η κριτική από τον κ. Α. Τσίπρα προς την κυβέρνηση και δη τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη είναι -αν μη τι άλλο- αναμενόμενη και στον βαθμό που επιβάλλει ο ρόλος του ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιβεβλημένη.
Όπως επίσης είναι απολύτως κατανοητή οποιαδήποτε προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί πολιτικά τις όποιες «ενδοοικογενειακές» διενέξεις στην κυβερνώσα παράταξη. Αντίστοιχες πρακτικές, εξάλλου, έχουν καταγραφεί και στο παρελθόν εκ μέρους πολιτικών ανδρών.
Το επιχείρημά του, όμως, ότι η κυβερνώσα παράταξη εμφανίζεται να πατά σε δύο βάρκες, μετά την πρόσφατη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού Α. Σαμαρά στην «Καθημερινή της Κυριακής», σε ό,τι αφορά στην ακολουθητέα εξωτερική πολιτική και ειδικά στον διάλογο με την Τουρκία, εμφανίζεται με στέρεες βάσεις.
«Ο κ. Σαμαράς αμφισβητεί την πάγια εθνική θέση για διεξαγωγή διερευνητικών και προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης», υποστηρίζει ο κ. Τσίπρας και προσθέτει, σε άρθρο του, χθες, στο news247: «... Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να παλινωδεί ανάμεσα στη γραμμή του κ. Σαμαρά, που λέει ότι κόκκινη γραμμή είναι το ίδιο το τραπέζι του διαλόγου και σε αυτήν του κ. Γεραπετρίτη, που λέει ότι κόκκινη γραμμή είναι τα έξι ναυτικά μίλια».
Επί της ουσίας ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ως προς την απόσταση που χωρίζει την προσέγγιση Μητσοτάκη - Σαμαρά επί του ζητήματος των ελληνοτουρκικών θέσεων. Την οριοθέτησε εξάλλου ο ίδιος ο κ. Σαμαράς με την πρόσφατη συνέντευξή του. Όπως επίσης ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ως προς τους διακριτούς ρόλους των δύο ανδρών. Αυτό το οποίο ενδιαφέρει ωστόσο, και επί του οποίου εμφανίζεται να εδράζεται μέρος της πολεμικής Τσίπρα κατά Μητσοτάκη, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντικατοπτρίζεται αυτή η διάσταση απόψεων με τον κ. Σαμαρά επί της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και των σχέσεών της με φίλους και εχθρούς.
Θεωρεί, δε, ο κ. Τσίπρας τον κ. Μητσοτάκη ως πρωθυπουργό υπό πολιτική «ομηρεία», ο οποίος αναγκάζεται να «... να παίζει καθυστερήσεις και να αποφεύγει την ψήφιση στη Βουλή των τριών μνημονίων συνεργασίας που απορρέουν από τη Συμφωνία» με τη Β. Μακεδονία, φοβούμενος εσωκομματικές αντιδράσεις.
Υπό το φως όλων αυτών, δε, καλεί να «... χαραχτεί η εθνική στρατηγική, που έλειπε το 2020»... «με σαφείς κόκκινες γραμμές...» στα ελληνοτουρκικά, προφανώς, με τη συνεργασία και της αντιπολίτευσης.
Με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας, ανεξαρτήτως των ελατηρίων του, εμφανίζεται να τείνει χείρα πολιτικής προσέγγισης για τη χάραξη εθνικής πολιτικής, επί ενός εθνικού ζητήματος.
Υπάρχει κάτι θεμελιωδώς λάθος με αυτή την προσέγγιση; Δεν θα όφειλε να αποτελεί εθνικό ζητούμενο η εξασφάλιση μίας, κατά το δυνατόν ευρύτερης, συναίνεσης επ’ αυτού του εθνικού θέματος;
Οι διερευνητικές επαφές Ελλάδος-Τουρκίας, ευλόγως, είναι χρήσιμες για όλους. Είναι χρήσιμες για τους Τούρκους, οι οποίοι -όπως υποστηρίζει και ο κ. Σαμαράς- απομακρύνονται από το ενδεχόμενο να υποστούν κυρώσεις από την ΕΕ, είναι χρήσιμοι για τους Έλληνες, καθώς επωφελούνται από μία -έστω πρόσκαιρη- αποφόρτιση της έντασης με τη γείτονα και είναι χρήσιμες, τέλος, για «εταίρους και συμμάχους», οι οποίοι απαλλάσσονται, αν μη τι άλλο, επίσης πρόσκαιρα, από τις «έγνοιες» τους στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο.
Ίσως, δε, να προσφέρουν και στον πρωθυπουργό το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την αποσαφήνιση των περίφημων «κόκκινων γραμμών».
Στο εσωτερικό του κόμματος του οποίου ηγείται αλλά και για τη χώρα.