Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όσα διαδραματίστηκαν χθες, περί τον εορτασμό των Θεοφανείων, επιβεβαιώνουν δύο τινά: πρώτον, ότι η Ελλάδα, διακόσια χρόνια μετά την εθνεγερσία της, παραμένει μία θεοκρατική χώρα και δεύτερον, ότι η εφαρμογή των νόμων εξακολουθεί να είναι κάτι το μάλλον σχετικό στην πατρίδα μας.
Εν πάση περιπτώσει, όλα όσα έγιναν χθες γύρω από αυτή την υπόθεση επιβεβαιώνουν ότι ακόμη απέχουμε σημαντικά από την εξασφάλιση αυτού που στη λοιπή Δύση θεωρείται κατάκτηση προηγούμενων αιώνων. Μίας συντεταγμένης, ως προς το Σύνταγμα και τους νόμους της, πολιτείας.
Διότι, όταν η πολιτεία θεσπίζει έκτακτα -και αυστηρότερα των ήδη ισχυόντων- μέτρα για την αποτροπή της εξάπλωσης της πανδημίας, μόνο και μόνο ώστε να αδιαφορήσει για την -εκτεταμένη- καταπάτησή τους εκ μέρους της Εκκλησίας και βεβαίως σημαντικού αριθμού πιστών, τότε, ευλόγως, καταρρίπτεται οποιαδήποτε έννοια ισονομίας αλλά και τήρησης της νομιμότητας σε αυτό τον τόπο.
Όπως επίσης επιβεβαιώνεται το αξίωμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που θέλει τα κόμματα εξουσίας και βεβαίως τους κυριότερους πολιτικούς εκπροσώπους του εκλογικού σώματος να παραμένουν δέσμιοι μίας πελατειακής σχέσης με την Εκκλησία, ως αποτέλεσμα της επιρροής που ακόμη αυτή ασκεί έναντι της πλειονότητας ή εντέλει μίας μεγάλης μερίδος των πολιτών στην Ελλάδα.
Υπό το φως της αναμενόμενης νέας επιδείνωσης της επιδημιολογικής εικόνας της χώρας, εξαιτίας της χαλάρωσης των μέτρων κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, η κυβέρνηση προχώρησε στη θέσπιση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης Δ1α/ΓΠ.οικ.: 2 - ΦΕΚ 1/Β/2-1-2021. Μεταξύ άλλων, αυτή η ΚΥΑ προέβλεπε, εν πολλοίς, κλειστούς ναούς για το κοινό κατά το διάστημα ισχύος της, που βεβαίως συμπεριελάμβανε και τον εορτασμό των Θεοφανείων. Και τούτο, σε αντίθεση με όσα ίσχυαν κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έκρινε διαφορετικά και το διατυμπάνισε με ανακοίνωση που εξέδωσε, προβλέποντας ανοικτούς ναούς. Μάλιστα, πληροφορίες έφεραν τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο προετοιμασμένο να τελέσει αγιασμό των υδάτων σε «άγνωστη» τοποθεσία της Αττικής, αν και τούτο τελικώς δεν έγινε.
Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν σαφής: «Ο νόμος δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά το δοκούν, ώστε να τον αγνοεί όποιος διαφωνεί. Ευελπιστούμε ότι η Εκκλησία θα αντιληφθεί την κρισιμότητα των στιγμών για την κοινωνία, όπως έως σήμερα με υπευθυνότητα έπραξε».
Την εικόνα επιχείρησε να εκτονώσει συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, μετά το πέρας της οποίας η αν. κυβερνητική εκπρόσωπος Α. Πελώνη δήλωσε ότι: «Ζητάμε τη συνεργασία της Εκκλησίας. Ελπίζουμε ότι η Εκκλησία θα αναθεωρήσει τη στάση της».
Στον απόηχο όλων αυτών, μεσολάβησε ο ανασχηματισμός και βεβαίως η ορκωμοσία των νέων μελών της κυβέρνησης, με την παρουσία του Αρχιεπισκόπου, η οποία δεν θεωρείτο ως βεβαία έως τότε, υπό το φως της αντιπαράθεσης Εκκλησίας - Πολιτείας για το ζήτημα των Θεοφανείων.
Η ερμηνεία των λόγων για τους οποίους συνέβησαν όσα συνέβησαν χθες -ευλόγως- εναπόκειται στο κριτήριο του κάθε πολίτη. Το τι ακριβώς συνέβη, όμως, θα όφειλε να αποτελέσει αφορμή εισαγγελικής παρέμβασης. Παραβιάστηκε ή όχι ο νόμος και εάν όντως προκύπτουν ποινικά ή άλλα αδικήματα, θα υπάρξει τιμωρία ή μπορεί ο καθείς να κάνει ό,τι θέλει σε αυτόν τον τόπο;
Εντέλει, το ερώτημα που έθεσε χθες ο -νεόκοπος- και πάντως φίλτατος κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρήστος Ταραντίλης, απευθυνόμενος προς τον κ. Αλ. Τσίπρα, εάν «προτείνει να μείνουν κλειστοί οι ναοί με τη χρήση βίας;» ίσως να χρήζει όντως απάντησης. Ίσως, δε, να μη χρειαζόταν καν να τεθεί, όπως δεν τέθηκε και το προηγούμενο Πάσχα.
Αρκεί να έκαναν, και αυτή τη φορά, όλοι τη δουλειά τους.