Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ούτε το απόλυτο οικονομικό όφελος μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρο -υπολογίζεται περί τα 60 εκατ. ευρώ- ούτε η χρονική συγκυρία χαρακτηρίζεται ως η πλέον πρόσφορη, δεδομένης της πανδημίας που συνεχίζει να μας πλήττει.
Όμως, η απόφαση ακόμη μίας πρόωρης αποπληρωμής του ελληνικού χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την οποία ανακοίνωσε χθες το υπουργείο Οικονομικών, αποτελεί το σαφέστερο μήνυμα που θα μπορούσε να εκπέμψει η χώρα μας αναφορικά με το επίπεδο της αξιοπιστίας της.
Αυτό το μήνυμα -ή ακριβέστερα η απουσία του- κόστισε πολλά στη χώρα μας κατά το παρελθόν.
Καθίσταται, δε, αυτό το μήνυμα ακόμη πιο ηχηρό υπό το φως των αυξημένων οικονομικών αναγκών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, τόσο για τη στήριξη της οικονομίας της και του συστήματος υγείας όσο και την κάλυψη των αμυντικών εξοπλισμών στους οποίους προχωρά.
Η διατύπωσή του, μάλιστα, την ίδια ημέρα που το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε στοιχεία εκτέλεσης προϋπολογισμού αντίστοιχα εκείνων που είχε η χώρα όταν όδευε προς χρεοκοπία, το 2010, έχει και αυτή τη σημειολογία της σε όρους… δημοσιονομικής ευταξίας.
Πριν από περίπου ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 2019, η Ελλάδα προχώρησε στην πρόωρη αποπληρωμή του συνόλου των υποχρεώσεών της προς το ΔΝΤ για το 2020, καταβάλλοντας το ποσό των 2,7 δισ. ευρώ εκ του συνόλου των 8 δισ. ευρώ που εκκρεμούσαν έναντι του διεθνούς οργανισμού.
Τότε είχε εκτιμηθεί ότι η συγκεκριμένη κίνηση θα της απέφερε όφελος τόσο στη δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους όσο και στη σχέση του έναντι του ΑΕΠ, που υπολογιζόταν περί τη 1,1 ποσοστιαία μονάδα. Αφορούσε δε η αποπληρωμή των αρχικών 2,7 δισ. ευρώ ένα συγκριτικά ακριβότερο τμήμα των δανείων του ΔΝΤ, η αποπληρωμή του οποίου επέτρεψε τη μείωση του μέσου επιτοκιακού κόστους στο επίπεδο του 2,88%.
Ένα χρόνο μετά, ωστόσο, και ενώ η χώρα απολαμβάνει πρωτόγνωρα χαμηλό κόστος δανεισμού από τις αγορές, προχωρά σε μία νέα διαδικασία πρόωρης αποπληρωμής χρέους έναντι του ΔΝΤ, ύψους 3,6 δισ. ευρώ. Αυτή τη φορά, στο πλαίσιο μίας κίνησης, για την απουσία της οποίας ουδείς θα μπορούσε να τη μεμφθεί, δεδομένων των έκτακτων συνθηκών που αντιμετωπίζει.
Ωστόσο, έτσι μειώνει ακόμη περισσότερο το μέσο επιτόκιο δανεισμού για το εναπομείναν 1,7 δισ. ευρώ που οφείλει στο ΔΝΤ αλλά και τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης για την επόμενη διετία, καθώς το τμήμα των δανείων που αποπληρώνει, αφορά λήξεις έως και το 2022, μηδενίζοντας τις υποχρεώσεις της χώρας μας έναντι του ΔΝΤ κατά το διάστημα αυτό.
Αντίστοιχα, βεβαίως, δημιουργεί χώρο για νέο φθηνότερο δανεισμό, βελτιώνει τους δείκτες βιωσιμότητας του χρέους και μειώνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο της χώρας καθώς αυτός ο δανεισμός υπολογίζεται βάσει των SDRs (ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα) του ΔΝΤ.
Ως απάντηση, δε, στο μάλλον εύλογο ερώτημα ως προς τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν προχώρησε στην ολοσχερή αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, υπό το φως όλων των παραπάνω θετικών παραμέτρων, η απάντηση που έδιδαν χθες πρόσωπα που είναι σε θέση να γνωρίζουν, ήταν διττή: αφενός, «δεν άξιζε τον κόπο», καθώς το εναπομείναν τμήμα έφερε ακόμη χαμηλότερο επιτόκιο και αφετέρου, επελέγη, κατόπιν και της προτροπής των ευρωπαϊκών θεσμών, η συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ στο πρόγραμμα της μεταμνημονιακής δημοσιονομικής εποπτείας, υπό το οποίο τελεί η χώρα μας.
Όπως κι αν έχει αυτή η υπόθεση, η νέα κίνηση πρόωρης αποπληρωμής μέρους των δανείων που χορήγησε το ΔΝΤ προς την Ελλάδα, εν μέσω πανδημίας, συνιστά το σωστό μήνυμα που οφείλει να εκπέμπει η χώρα και ως τέτοιο εκλαμβάνεται.