Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το δίλημμα προ του οποίου έθεσε πρόσφατα και τη χώρα μας ο πρόεδρος της γείτονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι -κατ’ αρχάς- σωστό: ή είστε προετοιμασμένοι να καταβάλετε το προσήκον τίμημα στο πεδίο (της μάχης) ή αρχίστε διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατόν (σ.σ. φυσικά, από μειονεκτική θέση).
Ούτως ή άλλως, η Τουρκία είναι μία αναθεωρητική δύναμη και ως τέτοια αντιλαμβάνεται τη ροή των πραγμάτων μόνον υπό το πρίσμα του δίκαιου του ισχυροτέρου. Επίκληση, εν προκειμένω, του δίκαιου της θάλασσας ή ευρύτερα του διεθνούς δικαίου γίνεται από την ίδια μόνον όταν τούτο συνάδει με τα συμφέροντά της…
«Προειδοποιούμε ανοιχτά όλους όσοι μιλούν και συμπεριφέρονται εναντίον της χώρας μας με τρόπο που δεν αρμόζει με την πολιτική, τη διπλωματία, την καλή πρόθεση και τη λογική: Αν λάβετε το τίμημα που έχουμε πληρώσει, ορίστε, βγείτε στο πεδίο. Αν δεν έχετε τέτοιο σκοπό, τότε το συντομότερο αρχίστε τις διαπραγματεύσεις», είπε ο Τούρκος πρόεδρος, σύμφωνα με τη Yeni Safak.
Ταυτόχρονα, προειδοποίησε ότι αν υπάρξει οποιαδήποτε απειλή κατά της Τουρκίας, «είτε είναι στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη ή το Αιγαίο», η χώρα «θα δείξει τη δύναμή της και την αποφασιστική στάση της, χωρίς κανένα δισταγμό».
«Ο λόγος για τον οποίο αυτοί που αντιτάχθηκαν δυνατά στα βήματα της Τουρκίας δεν μπορούσαν να εμφανιστούν στο πεδίο είναι ότι βλέπουν τη δύναμη που έχει η χώρα μας παντού», πρόσθεσε ο Ερντογάν.
Υπό αυτό το πρίσμα, έναντι μίας γείτονος χώρας η οποία δηλώνει ευθαρσώς ότι γνώμονας της πολιτικής της είναι η στρατιωτική της ισχύ, η απάντηση οφείλει να εκφραστεί ακριβώς στην ίδια γλώσσα. Αυτή την οποία δηλώνει ότι αντιλαμβάνεται.
Διαφορετικά, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας και οσάκις απειλούνται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα προστρέχουμε σε φίλους και συμμάχους για τη σωτηρία μας.
Για παράδειγμα, πέραν των διπλωματικών και λοιπών παρεμβάσεων που υπήρξαν στη διάρκεια της τελευταίας κρίσης με τη γείτονα, επηρέασε ή όχι την έκβασή της ο κατάπλους του αεροπλανοφόρου Αϊζενχάουερ στα ελληνικά ύδατα, για τη διεξαγωγή ασκήσεων από κοινού με το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό;
Εάν η απάντηση που θα δώσετε σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική, τότε τάσσεστε υπέρ όσων υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να πάρει τις αποφάσεις της και να καταβάλει το τίμημα που θα της επιτρέψει να υπεραμύνεται των δικαίων της, δίχως τη βοήθεια τρίτων.
Το τίμημα αυτό αφορά, ευλόγως, το πρόγραμμα αμυντικών προμηθειών, την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, τη διάρκεια και το είδος της θητείας, τη δομή των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και μία σειρά άλλων παραμέτρων, οι οποίες θα είναι καθοριστικές για την αποτελεσματικότητα της αποτρεπτικής μας ισχύος.
Όλο αυτό όμως προϋποθέτει ότι έχουμε πάρει τις αποφάσεις μας. Ότι έχουμε σταθμίσει τα πράγματα -στο πεδίο του πολιτικού κόσμου αλλά και της κοινωνίας- και έχουμε κρίνει πως θα προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες επιλογές, εις βάρος άλλων.
Αυτό είναι το κόστος στο οποίο αναφέρεται ο φίλτατος Ερντογάν. Μπορούμε να ζούμε, φερειπείν, όπως οι Ισραηλινοί -ή ακόμη και οι Ελβετοί-, με το όπλο παρά πόδας; Αντέχει η κοινωνία μας αποφάσεις σχετικά με την επέκταση της υποχρεωτικής θητείας και στις γυναίκες ή τη μη καταβολή των αναδρομικών των συνταξιούχων, χάριν του Α' ή του Β' εξοπλιστικού προγράμματος;
Εάν δεν απαντήσουμε κατά τρόπο ειλικρινή και ουσιαστικό σε ερωτήματα αυτού του είδους, τότε, δυστυχώς, η διαφύλαξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων ή ακόμη και της κυριαρχίας μας θα εναπόκειται στην ισχύ των συμμάχων μας και όχι την ιδική μας και το δίλημμα Ερντογάν θα μας κατατρέχει...