Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η πανηγυρική και πλήρης συμβολισμών έναρξη εργασιών κατεδάφισης ορισμένων κτισμάτων στην έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, πριν την υλοποίηση του μεγαλεπήβολου έργου το οποίο προορίζεται να ανεγερθεί εκεί, προσφέρεται σαφώς και ως μία ευκαιρία αναστοχασμού.
Όχι μόνο για τον χρόνο που απαιτήθηκε ώστε να φθάσουμε έως την παρούσα, εντελώς προκαταρκτική φάση, ή τις στρεβλώσεις που ανάγκασαν τους συμμετέχοντες αυτού του έργου να αναμείνουν επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα την τρέχουσα στιγμή, όπως ήδη ορθώς επισημάνθηκε.
Η παράταση της ύπαρξης ή η εξαφάνιση αυτών των στρεβλώσεων, εξάλλου, εναπόκειται αποκλειστικά στην ύπαρξη ή μη μεταρρυθμιστικής βούλησης από τους εκάστοτε κυβερνώντες και αυτή μέλλει ακόμη να καταδειχθεί και από την παρούσα κυβέρνηση, παρά τα προεκλογικώς υπεσχημένα.
Κυριότερα, η «περίπτωση του Ελληνικού» προσφέρεται προς εξέταση ως προς τα μεγέθη που απαιτούνται για την κινητοποίηση δυνάμεων, οι οποίες θα σταθούν ικανές να ολοκληρώσουν ένα έργο αυτού του είδους.
Η τάξη μεγέθους, εν προκειμένω, είναι καταλυτική, τόσο ως προς το ύψος της συνολικής επένδυσης, περί τα 8 δισ. ευρώ, όσο και ως προς τις λοιπές συνιστώσες της, όπως ο αριθμός των ανθρώπων που θα απασχοληθούν στη φάση κατασκευής και μετέπειτα λειτουργίας, ως προς το ύψος των φόρων και εισφορών που θα καταβληθούν, την ένταση της επήρειας που θα έχει το έργο στην τοπική και ευρύτερη οικονομία και ούτω καθ’ εξής.
Σε μία οικονομία, δε, όπως η ελληνική, στην οποία το 97,7% του συνόλου της επιχειρηματικότητας είναι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, όλα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεδομένα.
Για την ακρίβεια, συνιστούν τη λαμπρή εξαίρεση παρά τον κανόνα. Κάτι το οποίο επεσήμανε πρόσφατα και ο ΣΕΒ σε ειδική μελέτη του για την επίδραση που είχαν τα εκάστοτε κοινοτικά προγράμματα σύγκλισης (ΕΣΠΑ, κ.α.) στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.
Κύριο χαρακτηριστικό των διαφόρων προγραμμάτων αυτού του χαρακτήρα, εκτιμούσε ο ΣΕΒ, ήταν η έμφαση που έδιδαν στην «επιλεξιμότητα» των εκάστοτε δαπανών και στη διανομή των πόρων σε όσους περισσότερους δυνατόν δικαιούχους. Παράμετρος η οποία αφορούσε ευθέως και το πελατειακό κράτος, που τόση άνθηση γνώρισε και εξακολουθεί να γνωρίζει στη χώρα μας.
Ως αποτέλεσμα, όμως, η μέση ελληνική επιχείρηση όπως και το παραγόμενο αποτέλεσμα αυτής παρέμειναν συγκριτικά σημαντικά μικρότερα έναντι των αντίστοιχων κοινοτικών. Για παράδειγμα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν μεν το 97,7% του συνόλου (93,1% στην ΕΕ), αλλά δημιουργούν προστιθέμενη αξία 74% μικρότερη από τις αντίστοιχες της ΕΕ.
Υπό αυτό το πρίσμα, πέραν όλων των λοιπών προβλημάτων που συναντούν κατά τη λειτουργία τους (και αφορούν τους λόγους για τους οποίους απαιτήθηκαν 20 χρόνια έως τη στιγμή που μπήκαν μπουλντόζες στο Ελληνικό), οι ΜμΕ στην Ελλάδα αδυνατούν να εκμεταλλευτούν ζητήματα που αφορούν τις οικονομίες μεγέθους ή του λοιπού οφέλους που συνοδεύει τη λειτουργία μεγαλύτερων επιχειρήσεων
Ακόμη χειρότερα, βρίσκονται σε απόσταση από αυτό το οποίο θεωρεί η φιλτάτη κα Κ. Λαγκάρντ ως ευρωπαϊκό πλεονέκτημα, κατά τη μετεξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας στη μετά κορωνοϊό εποχή, που είναι η ψηφιακή προσαρμοστικότητά τους.
Με άλλα λόγια, σε μία εποχή κατά την οποία η παγκόσμια οικονομία αλλάζει κατά τις επιταγές τις πανδημίας, στο πεδίο της παραγωγής, της εμπορίας και της εξ αποστάσεως εργασίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις και βεβαίως η εθνική οικονομία καλούνται να επαναπροσδιορίσουν όχι μόνον το παραγωγικό μοντέλο της χώρας αλλά και το ίδιο το μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης.
Δίχως άλλο, οι φίλτατοι Χρ. Πισσαρίδης, Ν. Βέττας, που μετέχουν της επιτροπής η οποία καταρτίζει το νέο σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, υπό το φως και των κονδυλίων στα οποία ελπίζει η χώρα μας από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, θα ενθαρρύνουν τη θεσμοθέτηση εργαλείων μεγέθυνσης των ελληνικών επιχειρήσεων, διαμέσου φορολογικών ή άλλων κινήτρων συγχωνεύσεων, εξαγορών, κ.λπ.
Υπάρχει, άλλωστε, άλλος ομαλός δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση;