Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Κατά τρόπο νηφάλιο και πολιτικά έντιμο, η βουλευτής Χανίων της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη έθεσε χθες, διαμέσου των στηλών της «Καθημερινής», ένα καίριο διακύβευμα της υπόθεσης Novartis, το οποίο αφορά στην ανάγκη προστασίας των δημοκρατικών θεσμών και ιδίως της δικαιοσύνης, από κομματικές σκοπιμότητες.
Η έκκλησή της, ως πολιτικού της κυβερνώσας παράταξης, «να μην πέσουμε στην παγίδα της ποδοσφαιροποίησης», «μετρώντας τα γκολ που βάλαμε στον ΣΥΡΙΖΑ»”, αφορά όμως, τη μία πλευρά του νομίσματος.
Πέραν της αδήριτης ανάγκης εξάλειψης της όποιας υποψίας ενδεχομένως υφίσταται σχετικά με την ύπαρξη είτε παρεμβάσεων στη λειτουργία της δικαιοσύνης εκ μέρους της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, είτε δράσης «παραδικαστικών» κυκλωμάτων στο πλαίσιό της, η υπόθεση της Novartis αφορά ακόμη δύο τινά, τα οποία ζητούν την προσοχή μας.
Πρώτον, το γεγονός ότι εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης διώξεις κατά πολιτικών και μη πολιτικών προσώπων, ενώ παραμένει ανοικτή η έρευνα για άλλα, καθώς και ότι αυτή η υπόθεση εμφανίζεται να κατέληξε στις ΗΠΑ, με απόδοση ευθυνών και χρηματικό συμβιβασμό, ενώ στην Ελλάδα έχει οδηγηθεί σε έναν δικαστικό λαβύρινθο, δίχως απόδοση ευθυνών έως τώρα, αλλά με έρευνες επί ερευνών… σε όλα τα επίπεδα.
Ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί διερευνούν το έργο συναδέλφων τους, οι οποίοι ωστόσο παραμένουν στις θέσεις τους, συνεχίζοντας έτσι και οι ίδιοι το έργο της διερεύνησης… της ίδιας υπόθεσης και συνάμα στη Βουλή συνεχίζει να ξετυλίγεται ένα άλλο κουβάρι διερεύνησης προς την αντίθετη κατεύθυνση, το οποίο -δυνητικά- μπορεί να φθάσει και έως το Ειδικό Δικαστήριο.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, ωστόσο, γιατί θα έπρεπε να εμπεδώνεται κλίμα εμπιστοσύνης προς τον θεσμό της δικαιοσύνης ή ακόμη και στην ύπαρξη διαχωρισμού μεταξύ των εξουσιών στην πατρίδα μας;
Δεδομένου όλου αυτού, πώς θα υπάρξει ταχύτητα στον καταλογισμό των ευθυνών προς όσους παραβίασαν τη νομοθεσία αλλά και τερματισμός της σπίλωσης όσων κακώς ενεπλάκησαν σε αυτή την υπόθεση;
Ας μη γελιόμαστε, φίλτατοι.
Όσο τραβά σε εύρος χρόνου η υπόθεση της Novartis τόσο πιο δυσχερής καθίσταται η απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων. Ακόμη χειρότερα, δε, αθροίζονται περισσότερα σε αυτά. Όπως για παράδειγμα, γιατί ο καταλογισμός ευθυνών θα έπρεπε να αφορά πολιτικά πρόσωπα μόνο έως μία βαθμίδα και όχι επικεφαλής πολιτικών παρατάξεων, όπως έχει δημοσίως υποστηριχθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Εγώ τους πολιτικούς μου αντιπάλους δεν τους στέλνω στα δικαστήρια. Οι πρωθυπουργοί κρίνονται στις κάλπες, στις συνειδήσεις των πολιτών και στις σελίδες της ιστορίας», φέρεται να δήλωσε προς συνεργάτες του πέρυσι τον Σεπτέμβριο ο κ. Μητσοτάκης. Το Σαββατοκύριακο που μόλις πέρασε και υπό το φως όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας εσχάτως, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Τσίπρας απάντησε ότι: «Αν πιστεύουν ότι τους ευνοεί ένα ριμέικ του 1989, ας διευρύνουν το κατηγορητήριο να με συμπεριλάβουν. Αν όμως δεν το τολμούν, να σταματήσουν αυτόν τον κατήφορο τώρα».
Θα είχαμε οδηγηθεί άραγε έως εδώ, εάν υφίστατο πλήρης και αποτελεσματική διάκριση μεταξύ των εξουσιών στην Ελλάδα;
Από τη στιγμή και μετά, φίλτατοι, που το πολιτικό προσωπικό της χώρας άφησε ανεκμετάλλευτη την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση και δεν προχώρησε σε αλλαγή των προβλέψεων περί διορισμού της ηγεσίας των τριών ανωτάτων δικαστηρίων από την κυβέρνηση, έστω με την έγκριση της Βουλής, δεν αξίζει τον κόπο να «ταλαιπωρούμαστε» με ερωτήματα αυτού του είδους.
Βρίσκουν την απάντησή τους στην πράξη...