Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η κατάρρευση του κλάδου της εστίασης στη μετά lockdown εποχή (και πριν από μία ενδεχόμενη επανάληψή του), που τόσο γλαφυρά περιέγραψε χθες ο σεφ Δ. Σκαρμούτσος, σε συζήτηση στο πλαίσιο του Delphi Forum, θέτει την ελληνική οικονομία προ ενός προφανούς ερωτήματος: και τώρα τι;
Πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο, ευλόγως, δεν θα ετίθετο με τέτοια επιτακτικότητα, εάν δεν είχε προηγηθεί μία περίοδος κατά την οποία άνθισε η «επιχειρηματικότητα της εστίασης» και εάν η χώρα δεν είχε επιλέξει, εδώ και δεκαετίες, την οδό της σταδιακής αποβιομηχάνισής της και της «ανάπτυξης», κυρίως, διαμέσου της κατανάλωσης.
Πλέον, όταν αυτή η κατανάλωση περιορίζεται -για σειρά λόγων-, το πρόβλημα έρχεται στην επιφάνεια.
Έτσι, λοιπόν, όταν ο φίλτατος κ. Σκαρμούτσος εξέρχεται του μαγειρικού του βασιλείου για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με τον κλάδο της εστίασης, επισημαίνοντας τη δραματικότητα των περιστάσεων, τότε οφείλουμε να εξετάσουμε τις εναλλακτικές μας, ως χώρα και ως οικονομία.
Διότι αναμφίβολα, από όποια πλευρά κι αν το εξετάσει κανείς, υπάρχει χροιά δραματικότητας στο γεγονός ότι ποσοστό 30%-35% των μικρών επιχειρήσεων εστίασης (που αποτελούν εξάλλου και τον κύριο όγκο της αγοράς) δεν έχει επαναλειτουργήσει καθώς και ότι ποσοστό 20% αυτών επαναλειτούργησαν με την προοπτική να μειώσουν τις απώλειες, προκειμένου να βάλουν οριστικό λουκέτο σε λίγους μήνες. Όλα αυτά, δε, μόνον από έναν κλάδο. Αυτόν της εστίασης. Δίχως να προσμετρώνται οι αντίστοιχες απώλειες στον ευρύτερο κλάδο του τουρισμού, της μεταποίησης, του εμπορίου κ.ο.κ.
Υπό αυτό το πρίσμα, ποιο το μέλλον των στρατιών ανέργων που θα δημιουργηθούν; Ποιες οι πιθανότητες να βρουν ξανά απασχόληση αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στο -ας αφήσουμε το άμεσο αλλά τουλάχιστον στο απώτερο- μέλλον;
Όταν τα περίφημα προγράμματα Sure και Συν-Εργασία εκπνεύσουν και τα συνθήματα περί επιδότησης της απασχόλησης αντί της ανεργίας καταλαγιάσουν, τι ακριβώς ευκαιρίες απασχόλησης θα μπορέσει να προσφέρει αυτή η χώρα, ώστε να αποτρέψει ένα νέο κύμα μετανάστευσης;
Είναι, δε, ιδιαιτέρως αμφίβολο εάν αυτό το -ενδεχόμενο- νέο κύμα θα προσομοιάζει με τη λεγόμενη «φυγή εγκεφάλων» της τελευταίας δεκαετίας, καθώς θα αφορά στην πλειονότητά του ανθρώπους με χαμηλότερες ακαδημαϊκές περγαμηνές από ό,τι εκείνους του περίφημου brain drain, με κίνδυνο επανάληψης ενός νέου κύκλου γκαστερμπάιτερ, άλλων εποχών.
Το ζητούμενο, δε, δεν αφορά στην επανάληψη ή αύξηση κάποιων εκ των γνωστών προγραμμάτων μετεκπαίδευσης ή κατάρτισης του ΟΑΕΔ, με ή χωρίς κοινοτική επιχορήγηση, αλλά κυριότερα στην πραγματική διασύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες -τις όποιες ανάγκες- της αγοράς εργασίας και της οικονομίας. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο καλείται η χώρα να «ανακαλύψει» ένα νέο μοντέλο για την οικονομική της ανάπτυξη, έτσι καλείται και να το τροφοδοτήσει με το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Στη βιομηχανία, από την εποχή της περίφημης -αλλά και πόσο μάταιης- ιαχής «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης» που εκστόμισε μία ψυχή στις αρχές της δεκαετίας του '80, τα πήγαμε… όπως τα πήγαμε. Στις υπηρεσίες και δη στον τουρισμό, με την πρόσφατη υγειονομική κρίση, ήρθαμε αντιμέτωποι με τα επίχειρα των επιλογών της «μονοκαλλιέργειας», η δε κατάρρευση της επιχειρηματικότητας της εστίασης ήρθε ως κορωνίδα αυτού του κύκλου.
Ίσως, πλέον, έφθασε η ώρα να κάνουμε και καμία δουλειά με μέλλον σε αυτό τον τόπο, αλλά και να εκπαιδεύσουμε κατάλληλα εκείνους που θα τη στελεχώσουν.
Ούτως ή άλλως στο δημόσιο πόσοι θα «χωρέσουν»;