Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το δικαίωμα της πολιτείας να επιχορηγεί οποιαδήποτε κοινωνική ή οικονομική ομάδα επιθυμεί, με την επίκληση της οποιασδήποτε αιτιολογίας, είναι αναφαίρετο. Ενίοτε, δε, συνιστά και υποχρέωση, όπως υπό τις παρούσες ακραίες συνθήκες.
Η άσκηση, όμως, αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να γίνεται βάζοντας το χέρι στην τσέπη κάποιας άλλης κοινωνικής ή οικονομικής ομάδας, διότι τότε αφορά σε μία εντελώς διαφορετική κατάσταση πραγμάτων, η οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να περιγραφεί ως «μεταβίβαση κεφαλαίων» και στη χειρότερη, ως «οικονομικός ρατσισμός».
Εάν το κράτος επιθυμεί να ασκήσει κοινωνική πολιτική, τότε οφείλει να βάλει το χέρι στην τσέπη του. Για την ακρίβεια, στην «κοινή τσέπη» την οποία έχτισε το χρήμα του κάθε συνεπούς φορολογούμενου πολίτη και όχι σε εκείνη της οποιασδήποτε επιμέρους κοινωνικής ή οικονομικής ομάδας, σε μία κατ' επίφαση προσπάθεια εμφάνισης του θέματος ως... «επιμερισμό απωλειών», μεταξύ κράτους και ιδιοκτητών.
Ο λόγος για τη συμπεριφορά που επεφύλαξε έως τώρα η Πολιτεία στους ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας χθες, διαμέσου της Ομοσπονδίας τους, ΠΟΜΙΔΑ, στις εξαγγελίες του φίλτατου υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδ. Γεωργιάδη, περί φθηνών ενοικίων έως το τέλος του έτους, ήτοι της παράτασης της υποχρεωτικής χορήγησης έκπτωσης 40% στα μισθώματα επαγγελματικών χώρων και κύριων κατοικιών για όσους επλήγησαν από την πανδημία.
Όσο κι αν επιχείρησε να τα «μαζέψει» στη συνέχεια ο φίλτατος κ. Γεωργιάδης, λέγοντας ότι «δεν είναι τόσο απλό» να διαρκέσει το μέτρο έως το τέλος του έτους, η ουσία παραμένει η ίδια.
Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής είναι δουλειά του κράτους και όχι των όποιων επιμέρους κοινωνικών ή οικονομικών ομάδων. Όπως υποστηρίζει η ΠΟΜΙΔΑ, η στήριξη των επιχειρήσεων πρέπει να υλοποιηθεί όχι επ' άπειρον και με δαπάνες των ιδιοκτητών, αλλά είτε με ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών είτε αποκλειστικά μέσω της διαδικασίας επιδότησης ενοικίου. Κατά το ήμισυ, δε, έχει δίκιο.
Διότι εάν οι παρούσες έκτακτες συνθήκες επιτάσσουν την ανάληψη αντιστοίχως έκτακτων πρωτοβουλιών εκ μέρους του κράτους για την αντιμετώπισή τους, κατά ακριβώς την ίδια έννοια θα όφειλαν να αναστείλουν την ισχύ των «κανονικών» διαδικασιών, που είναι οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις, για τον προσδιορισμό των μισθωμάτων. Όλο αυτό, όμως, αφορά μία άλλη συζήτηση, περί της αποτελεσματικότητας της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα, η οποία δεν είναι της παρούσης.
Σήμερα, αυτό που κρίνεται, όπως σημειώνουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων, είναι ότι οι ίδιοι καλούνται να πληρώσουν διπλά τον λογαριασμό της πανδημίας. Τόσο διαμέσου της έκπτωσης ενοικίου που τους επιβλήθηκε όσο και ως φορολογούμενοι πολίτες.
Επιπρόσθετα, όπως θυμίζουν οι ίδιοι, η κυβέρνηση δεν έχει υλοποιήσει ούτε μία δράση εξ όσων είχε εξαγγείλει υπέρ των πληττόμενων ιδιοκτητών, ούτε και έχει εκδώσει ΚΥΑ για τη διαδικασία μείωσης των μισθωμάτων και τις φορολογικές εκπτώσεις που θα τις συνόδευαν, ενώ δεν έχει ενεργοποιηθεί καν η πλατφόρμα για τις υπεύθυνες δηλώσεις επαγγελματιών χωρίς προσωπικό, με αποτέλεσμα οι περισσότερες μειώσεις ενοικίων να είναι σήμερα αυθαίρετες.
Πέραν αυτών, δε, επικαλούμενη τις επιπτώσεις της πανδημίας, μετέθεσε τουλάχιστον για το επόμενο έτος τις μειώσεις ΕΝΦΙΑ που είχε εξαγγείλει για εφέτος, καθιστώντας έτσι ακόμη βαρύτερο το φορτίο για τους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Συνολικά, εάν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι το μέτρο της υποχρεωτικής μείωσης μισθωμάτων κατά 40% στην έναρξη των περιοριστικών μέτρων, επί της ουσίας, διασφάλισε ότι οι ιδιοκτήτες θα λάβουν τουλάχιστον το 60% των ενοικίων -αποτρέποντας το ενδεχόμενο μαζικών αρνήσεων πληρωμής-, η συμπαθής τάξη των ιδιοκτητών ακινήτων είναι μία από τις πλέον πληγείσες κατά την τρέχουσα συγκυρία.
Πέραν όλων των διαφορετικών φόρων που καταβάλλουν, καλούνται να ασκήσουν και κοινωνική πολιτική για λογαριασμό της κυβέρνησης. Εντέλει, ή θα πρέπει να τους χορηγηθούν οι φορολογικές απαλλαγές για τις οποίες δεσμεύτηκε η κυβέρνηση ή να αποφασίσει η ίδια να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Ποτέ δεν είναι αργά…