Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στον απόηχο των καθόλα δυσοίωνων εαρινών προβλέψεων που διετύπωσε χθες η Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας φέτος αλλά και της πολιτικής αντιπαράθεσης που αυτές προκάλεσαν, οφείλουμε να θυμόμαστε ορισμένα πράγματα.
Πρώτον, ότι η οικονομική επιστήμη και δη σε καιρούς πανδημίας είναι «κάτι» σχετικό. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, επακριβώς τη διάρκεια αυτής της πανδημίας ή εάν αυτή μάς επιφυλάσσει και ένα «νέο γύρο» περιοριστικών μέτρων;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ήταν -προφανώς- απολύτως χρήσιμη για τον προσδιορισμό των όποιων οικονομικών επιπτώσεων θα έχει η πανδημία στην ελληνική οικονομία -ανεξαρτήτως του ρόλου που διαδραματίζει ο τουριστικός κλάδος- και εξηγεί, τουλάχιστον έως έναν βαθμό, τις εντυπωσιακές διαφορές εκτιμήσεων περί του βάθους της φετινής ύφεσης, από -4% έως -35% εκ μέρους διαφόρων διεθνών οργανισμών, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης.
Δεύτερον, το σημαντικό στην υπόθεση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν είναι «πού θα κάτσει η μπίλια» σε ό,τι αφορά στο μέγεθος της ύφεσης αλλά, κυριότερα, ο τρόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο αυτό θα αντιμετωπιστεί. Διότι, ας μη γελιόμαστε, αλλιώς αντιμετωπίζεται συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας της τάξης του 5%, αλλιώς του 10% και αλλιώς του 15%.
Έτσι, λοιπόν, παρά τα όσα ανέφεραν χθες «κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών» σχετικά με την αναντιστοιχία των εκτιμήσεων της Κομισιόν και εκείνων που έχει διατυπώσει η ελληνική κυβέρνηση ως προς το μέγεθος της φετινής ύφεσης, την οποία απέδωσαν εν μέρει στην άγνωστη παράμετρο του χρόνου ανοίγματος της οικονομίας και εν μέρει στη «μη προσμέτρηση» κονδυλίων ύψους 7 δισ. ευρώ (τα οποία σύμφωνα με ορισμένους... μια χαρά γνωρίζει η Κομισιόν), το πλέον χρήσιμο της υπόθεσης θα ήταν να κοιτάμε… το ρολόι της οικονομίας. Δηλαδή, η οικονομική πολιτική να σχεδιάζεται και να αναπροσαρμόζεται ή μη ανά τρίμηνο, στη βάση των πραγματικών δεδομένων που αυτή εμφανίζει.
Όπως όλοι καλά γνωρίζουν, η οικονομική δραστηριότητα -ακόμη και σε μία χώρα «μικρή» από πλευράς μεγεθών, όπως η Ελλάδα- είναι ευμετάβλητη καθώς επηρεάζεται από πληθώρα παραμέτρων, ιδιαίτερα κατά την παρούσα αβέβαιη συγκυρία.
Υπό αυτό το πρίσμα και η οικονομική πολιτική -ιδίως μετά τη δημοσιονομική «απελευθέρωση» που χορηγήθηκε από τους Ευρωπαίους εταίρους μας εξαιτίας της πανδημίας- οφείλει να είναι αντιστοίχως ευέλικτη και να προσαρμόζεται στα πραγματικά δεδομένα ανά τρίμηνο ή και ταχύτερα. Κάτι που δεν είναι απολύτως σαφές, στη βάση όσων ανακοινώθηκαν έως τώρα εκ μέρους της κυβέρνησης.
Στον απόηχο, λοιπόν, των εαρινών προβλέψεων της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας φέτος, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα όφειλε να δηλώσει ευθαρσώς κατά πόσο τίθεται ζήτημα αναθεώρησης των έως τώρα εκτιμήσεών του για την πορεία της οικονομίας (4,7% στο βασικό σενάριο και 7,9% στο δυσμενές) και εάν όντως προκύπτει τέτοιο ζήτημα, τους τρόπους με τους οποίους θα το αντιμετωπίσει αλλά και πώς προτίθεται να χρηματοδοτήσει τα όποια τυχόν επιπρόσθετα μέτρα λάβει.
Καθαρές κουβέντες, ώστε όλοι να γνωρίζουμε προς τα πού βαδίζει το «μαγαζί».
Μία τακτική μάλλον χρησιμότερη από το να ερίζουν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου για το ποιος είναι υπεύθυνος σχετικά με το… «πού θα κάτσει η μπίλια», όταν αυτή μόλις τώρα αρχίζει να «ρολάρει»...