Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν μπορεί να λεχθεί ότι από την παρούσα πανδημία υπήρξε τελικά και ένα όφελος, αυτό δίχως άλλο αφορά στην επανεδραίωση, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και του κράτους.
Στη συνειδητοποίηση, δηλαδή, του γεγονότος ότι το κράτος μπορεί να λειτουργήσει και σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης και μάλιστα κατά τρόπο αποτελεσματικό και πως δεν είναι αμιγώς ένας μηχανισμός εξυπηρέτησης πελατειακών αναγκών ή κομματικών ή άλλων σκοπιμοτήτων, όπως ήθελε έως τώρα η συνείδηση σημαντικής μερίδας των πολιτών.
Αυτήν την -τόσο πρόσφατα- αποκατασταθείσα σχέση εμπιστοσύνης πλήττει κατά τρόπο καταλυτικό η περίφημη υπόθεση των vouchers, ήτοι του προγράμματος των επιταγών των 600 ευρώ για την τηλεκατάρτιση επιστημόνων, που καταργήθηκε χθες.
Την πλήττει, πρώτον, διότι πρόκειται για ένα πρόγραμμα το οποίο έπασχε ευθύς εξαρχής για λόγους αρχής, καθώς συναρτούσε τη χορήγηση ενός ποσού σε μέλη της επιστημονικής κοινότητας με την παρακολούθηση προγραμμάτων και δη αμφιβόλου ποιότητος, ενώ σε άλλες ομάδες εργαζομένων αντίστοιχα ή και υψηλότερα ποσά χορηγούνταν δίχως προϋποθέσεις, ως επιδόματα.
Δεύτερον, διότι αν και οι αμφιβολίες περί της ποιότητος αυτών των προγραμμάτων έγιναν σαφείς από την πρώτη στιγμή, χάρη στις επανειλημμένες καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έπρεπε να μεσολαβήσει χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός εικοσαημέρου έως ότου αυτά καταργηθούν και μάλιστα, όπως ανακοινώθηκε, με παρέμβαση του ίδιου του πρωθυπουργού.
Και τρίτον, διότι -σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου που επικαλείται η αντιπολίτευση- φέρονται ως εμπλεκόμενα στην υπόθεση αυτή, αλλά και σε εταιρείες του συγκεκριμένου κλάδου, πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος κυβερνητικού στελέχους, ενισχύοντας έτσι τα επιχειρήματα όσων λένε ότι η όλη υπόθεση δεν άπτεται αμιγώς ζητημάτων προχειρότητας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είναι σαφές ότι πρόκειται για μία υπόθεση η οποία χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, όπως επίσης είναι σαφές ότι εμπεριέχει -αν και τούτο μέλλει να αποτιμηθεί- πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Μία κυβέρνηση η οποία, κατά τα λοιπά, έχει καταστεί αποδέκτης ευσήμων διεθνώς, για τους χειρισμούς της στη διάρκεια της παρούσας πανδημίας και συνέδραμε αποφασιστικά σε αυτό το «γεφύρωμα» της τρωθείσας σχέσης κράτους και πολιτών.
Από τα λάθη μας κρινόμαστε όλοι, ωστόσο, και όχι από τα όσα αγαθά έχουμε τυχόν προσφέρει στη διάρκεια της πορείας μας και υπό αυτό το πρίσμα, οι περαιτέρω χειρισμοί της κυβέρνησης επί του συγκεκριμένου ζητήματος θα είναι καθοριστικοί για τη συνολική αποτίμηση της υπόθεσης.
Ούτως ή άλλως, ως μία «κουτοπόνηρη» υπόθεση ξεκίνησε, καθώς αφορούσε την «αξιοποίηση» κοινοτικών πόρων δια της πλαγίας οδού, αντί της απευθείας χρήσης πόρων του εθνικού προϋπολογισμού, αν και αποδείχθηκε τελικώς ότι ήταν δυνατή η χορήγηση των σχετικών ποσών κατευθείαν στους δικαιούχους. Γεγονός πάντως παραμένει ότι μέσω των ΚΕΚ που «επιστρατεύτηκαν» για τη διεκπεραίωσή της «διαχύθηκε» το πρόσοδο και σε αυτά.
Έτσι λοιπόν, δεδομένων των περιστάσεων, όλες οι πτυχές αυτής της υπόθεσης οφείλουν να έρθουν στο φως και στον βαθμό που όντως προκύψουν τυχόν ευθύνες για ατοπήματα, αυτές να καταλογιστούν.
Εντέλει, μετά την κατάργηση αυτών των προγραμμάτων, η κυβέρνηση οφείλει να ανακοινώσει τους ακριβείς λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση και να μην περιοριστεί σε όσα, μάλλον ατελή, ανακοίνωσε χθες ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης.
Διαφορετικά, εντυπώσεις είναι και φυσικά μένουν.