Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σήμερα το μεσημέρι η κυβέρνηση αναμένεται να ανακοινώσει την πρώτη δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωνοϊού στην ελληνική οικονομία. Όποιες, όμως, κι αν είναι οι ανακοινώσεις στις οποίες θα προχωρήσουν οι πολιτικοί επικεφαλής των υπουργείων Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων καθώς και Εργασίας, για την αντιμετώπιση αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης, είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη συζήτηση μόλις τώρα αρχίζει.
Τουλάχιστον τούτο ορίζουν τα δυσμενέστερα του αναμενόμενου στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ κατά το προηγούμενο έτος, που ανακοινώθηκαν μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, τα δυσοίωνα μηνύματα για την περαιτέρω πορεία της ελληνικής οικονομίας, που εκπέμπουν τόσο η εξάπλωση του κορωνοϊού όσο και η τροπή που λαμβάνει το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα.
Όπως είναι επίσης σαφές ότι πλέον η περιβόητη συζήτηση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για τον «δημοσιονομικό χώρο» που πρέπει να δημιουργηθεί για την αναζωπύρωση της ελληνικής οικονομίας τίθεται υπό νέο «φως», όπως βεβαίως και εκείνη για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Διότι εάν τώρα που η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μία νέα δοκιμασία με δυνητικά βαριές επιπτώσεις, δεν προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις που η ΝΔ διατυμπάνιζε προεκλογικά, τότε πότε θα έπρεπε να γίνει τούτο;
Φίλτατοι, υπό τις παρούσες πολλαπλώς αρνητικές συνθήκες -επιβράδυνση της οικονομίας, κορωνοϊός και μεταναστευτικό- δεν χωρούν ημίμετρα. Απαιτείται μόνο σοβαρότητα και σθεναρή υλοποίηση δομικών αλλαγών. Υπό αυτό το πρίσμα, η όποια καθυστέρηση έχει σημειωθεί έως τώρα στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή των τομών εκείνων που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία ώστε να επανεκκινήσει κατά τρόπο δυναμικό, πρέπει να τερματιστεί άμεσα και να δώσει τη θέση της σε αποφασιστικές μεταρρυθμιστικές πολιτικές, ώστε -τουλάχιστον- να αποφευχθεί ένα τμήμα των επιπτώσεων που θα υπάρξουν -είναι βέβαιο- για την ελληνική οικονομία, από όσα την πλήττουν σήμερα.
Αντίστοιχα, υπό το φως της διαφαινόμενης νέας οπτικής που επικρατεί στην ευρωζώνη έναντι των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής ως του εργαλείου εκείνου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ανάσχεση των όποιων υφεσιακών τάσεων την απειλούν, η Ελλάδα οφείλει να θέσει κατά τρόπο επιτακτικότερο προς τους εταίρους της την ανάγκη εξασφάλισης μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου και -βεβαίως- σε ταχύτερο χρόνο.
Οι παρούσες συνθήκες κατ' ουδένα τρόπο ομοιάζουν εκείνων κατά τις οποίες αποφασίστηκαν οι στόχοι περί πρωτογενών πλεονασμάτων, τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και σε ό,τι αφορά στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Υπό αυτό το πρίσμα, η αναθεώρησή τους -μολονότι ώριμη εδώ και καιρό- καθίσταται πλέον επιτακτική και το γεγονός αυτό οφείλει να γίνει αποδεκτό από τους κοινοτικούς μας εταίρους, κατά απόλυτη προτεραιότητα.
Διαφορετικά και στον βαθμό που δεν θα υπάρξει έδαφος αποκλιμάκωσης της φορολογικής επιβάρυνσης που επωμίζονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι όποιες ελπίδες ταχείας οικονομικής ανάκαμψης εξανεμίζονται.
Για την ακρίβεια, τυχόν συνέχιση της υποχρέωσης εξασφάλισης στόχων της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού καθίσταται αμιγώς τιμωρητικού χαρακτήρα, υπό την παρούσα τριπλά αρνητική συγκυρία.
Η ευθύνη για την αναστροφή της, όμως, δεν βαρύνει αποκλειστικά τους Ευρωπαίους εταίρους μας αλλά «πέφτει» -ευλόγως- και σε ελληνικούς ώμους. Εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαθέτει όντως τη βούληση «απελευθέρωσης» της ελληνικής οικονομίας από τις στρεβλώσεις που ακόμη την κατατρέχουν, τώρα είναι η ώρα να το πράξει.