Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όταν ένας πρώην πρωθυπουργός και νυν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναλογιζόμενος τα έργα και τις ημέρες του στην εξουσία, διατυπώνει δημοσίως το ερώτημα: «Πώς θα καταφέρει...» όταν επανέλθει στην εξουσία η Αριστερά, «να αναλάβει την ευθύνη και τον έλεγχο όχι μόνο των κυβερνητικών θέσεων αλλά και κρίσιμων αρμών της εξουσίας;», είναι σαφές πως «κάτι» πάσχει σε αυτή τη χώρα.
Είναι σαφές, πρωτίστως, ότι στα μάτια του συγκεκριμένου πολιτικού, εν προκειμένω του κ. Α. Τσίπρα, η διακυβέρνηση του τόπου δεν άπτεται μόνον της εκτελεστικής εξουσίας, την οποία αναλαμβάνει το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων που αναδεικνύει η εκάστοτε κάλπη, αλλά και σειρά άλλων «αρμών», όπως τους χαρακτηρίζει, αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς στις λοιπές εξουσίες (νομοθετική, δικαστική) και τους θεσμούς αυτής της χώρας.
Όσο αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ζητήματα διακυβέρνησης ο επικεφαλής της δεύτερης από πλευράς κοινοβουλευτικής ισχύος παράταξης του τόπου υπήρξε το ερώτημα που διετύπωσε ο κ. Τσίπρας, οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι το έδαφος ήταν ήδη «στρωμένο».
Οφείλουμε, δηλαδή, να αποδεχθούμε ότι παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συγκεκριμένη αποστροφή της ομιλίας Τσίπρα στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, εκ μέρους τόσο της κυβέρνησης όσο και της ελάσσονος αντιπολίτευσης, η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε ιδιαίτερα «δυνατή» σε ζητήματα διάκρισης των εξουσιών.
Δίχως να ανατρέξουμε σε ιστορικές περιόδους κατά τις οποίες αυτό ήταν πασιφανές, όπως αυτή της «καχεκτικής δημοκρατίας», η οποία προηγήθηκε της επτάχρονης δικτατορίας ή ακόμη και στην ίδια την περίοδο της χούντας, οπότε είχε καταλυθεί η Δημοκρατία στη χώρα μας, η Ελλάδα ουδέποτε κατόρθωσε να αποτελέσει αντίστοιχο άλλων δυτικών δημοκρατιών ως προς τη διάκριση των εξουσιών και την ισχύ των θεσμών, ιδίως όταν αυτή υπήρξε απαραίτητη για τον έλεγχο της «εξουσίας».
Από τη στιγμή και μετά που η νομοθετική εξουσία είναι «αναγκασμένη» να πειθαρχήσει στα εκάστοτε κελεύσματα της κυβέρνησης και από την ώρα και μετά που η ηγεσία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας διορίζεται επίσης από την κυβέρνηση, η μόνη εξουσία με πραγματική ισχύ είναι η εκτελεστική.
Είναι, ενδεχομένως, ιδιαιτέρως συμπαθές ή και πολιτικά ορθό να μιλάμε σε αυτή τη χώρα για «την ισχύ των θεσμών» και «τη διάκριση των εξουσιών», και βεβαίως να διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας οσάκις κάποιος εμφανίζεται κυνικότερος ημών ως προς την προσέγγισή του στο ζήτημα, αποδεχόμενος ότι αυτό «νοσεί», όμως το παράδειγμα που δίνουμε είναι ιδιαίτερα φτωχό, συγκρινόμενο με εκείνο των κυριοτέρων κρατών της Δύσης, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των ΗΠΑ.
Ως προς το συμπέρασμα αυτό συνηγορούν τόσο τα κοινοβουλευτικά πεπραγμένα της τελευταίας δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας δεκάδες βουλευτών έπρεπε να φθάσουν έως την παραίτηση ούτως ώστε να διαφοροποιηθούν από τη λεγόμενη «γραμμή του κόμματος», όσο και τα αντίστοιχα δικαστικά, τα οποία ακόμη τελούν υπό διερεύνηση.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, δε, το γεγονός ότι οποιαδήποτε πλευρά κι αν «δικαιωθεί» τελικώς στο διερευνούμενο δικαστικό σκάνδαλο στην Προανακριτική Επιτροπή, λειτουργός της δικαιοσύνης θα είναι εκείνος που θα έχει διαπράξει το όποιο έγκλημα. Έτσι, λοιπόν, όσο «λάθος» κι αν εκτιμούμε ότι αντιλαμβάνεται την ανάγκη ελέγχου της εξουσίας ο φίλτατος κ. Τσίπρας, δεν πρέπει να υποτιμούμε το πλήγμα που φέρει η διάκριση των εξουσιών στην πατρίδα μας και τη διαχρονική άρνηση του πολιτικού προσωπικού της να θεραπεύσει αυτή την ανωμαλία.
Μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος και το ζήτημα της αλλαγής των άρθρων που αφορούν τον διορισμό σύσσωμης της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ούτε καν εξετάστηκε.
Τι συζητάμε λοιπόν; Όσο για τους λοιπούς «θεσμούς»; Καλύτερα να μην την ανοίξουμε αυτή την κουβέντα...