Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η προηγούμενη κυβέρνηση επένδυσε πολιτικά στο αφήγημα της εξόδου της Ελλάδας από το μνημόνιο και έχασε σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις, πέρυσι.
Η παρούσα κυβέρνηση εμφανίζεται να επενδύει, μέσω και του απολογισμού επταμήνου που έκανε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην παράμετρο της αξιοπιστίας και στο σύνθημα «ό,τι λέμε γίνεται», επιχειρώντας μίαν αντιδιαστολή με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή τουλάχιστον με το πρώτο εξάμηνο της, του 2015.
Επενδύει κατά τρόπο πανηγυρικό, δε, εσχάτως, στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων κάτω του 1% ως ένδειξη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης του απανταχού επενδυτικού κοινού στα ελληνικά “χαρτιά”.
Διαπράττει, όμως, ακριβώς το ίδιο σφάλμα με την προηγούμενη, ως προς το αφήγημα της, το οποίο δεν αγγίζει την καθημερινότητα των πολιτών. Δίχως απτές αποδείξεις και βελτίωση ορατή στην... τσέπη, είναι πολύ δύσκολο αν όχι ανέφικτο να «επικοινωνήσει» με τον απλό πολίτη. Εργαζόμενο ή άνεργο και πάντως, αγκομαχούντα, πολίτη.
Οσονούπω, δε, η υπόθεση του λεγόμενου «αφηγήματος» θα καταστεί ακόμη δυσχερέστερη υπό το φως της επικείμενης έναρξης των πλειστηριασμών ακινήτων πρώτης κατοικίας, αλλά και της όξυνσης που αναμένεται να λάβει το μεταναστευτικό ζήτημα, δημιουργώντας τριβές ακόμη και στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι απολύτως θεάρεστο το γεγονός της μείωσης του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22%, της μείωσης σειράς φορολογικών συντελεστών ή της αναστολής του ΦΠΑ στην οικοδομή ή του φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων. Όλα αυτά, όμως, είναι μέτρα που «χρειάζονται» τον χρόνο τους μέχρις ότου γίνουν αισθητά από την ευρεία μάζα των πολιτών και άρα μόνον σε μικρό βαθμό συμβάλλουν στην δημιουργία προσδοκιών για μία «άσπρη μέρα».
Σαφέστατα, δε, όσο απαραίτητο κι αν κρίνεται για την πορεία της οικονομίας κατά το μεσο-μακροπρόθεσμο μέλλον, το «Εθνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων» -134ων συνολικά- ελάχιστα μπορεί και αυτό να συμβάλλει στην βελτίωση της καθημερινότητας.
Δεν είναι απολύτως σαφές κατά πόσον συμμερίζεται αυτό το σκεπτικό η κυβέρνηση. Οι φωνές που την καλούν να επιδείξει «πυγμή» κατά τους χειρισμούς της στο μεταναστευτικό εμφανίζονται να αγνοούν το γεγονός ότι η απόγνωση στην οποία έχει οδηγηθεί ο πληθυσμός των νησιών του Β. Αιγαίου είναι το αποτέλεσμα του πολυετούς μαρτυρίου που υφίσταται εξαιτίας των συνεχιζόμενων ροών προσφύγων και μεταναστών. Γεγονός το οποίο έχει εκμηδενίσει και τις αντοχές του σε οποιοδήποτε «νέο μέτρο», όπως αυτό της επίταξης εκτάσεων για τη δημιουργία κλειστών κέντρων υποδοχής, ακόμη κι αν είναι επί της ουσίας ορθό.
Αντίστοιχα, μετά από παλινωδίες ετών εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας, οι οποίες χρονολογούνται από την έναρξη της κρίσης, η έλευση των πλειστηριασμών θα συμβάλει, ενδεχομένως, στον διαχωρισμό της ήρας από το στάρι μεταξύ των δανειοληπτών, αλλά σαφώς θα δοκιμάσει και τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, κατά τρόπο που έως τώρα δεν έχουμε ξαναδεί.
Υπό αυτό το πρίσμα, η όλη συζήτηση περί κτισίματος αξιοπιστίας και διεκδίκησης -τότε- χαμηλότερων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, για τη δημιουργία «δημοσιονομικού χώρου» στον οποίο θα μπορέσει να ευδοκιμήσει η ανάπτυξη, δεν αφορά όσα διαδραματίζονται σήμερα στην Ελλάδα. Ακόμη κι αν η προοπτική αυτή συντηρεί -δικαίως ή αδίκως- προσδοκίες καλύτερων ημερών στο μέλλον, ελάχιστα συμβάλλει στην βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας των πολιτών.
Εάν δεν υπάρξουν πρωτοβουλίες και βεβαίως αφήγημα, με άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο, το πολιτικό μέλλον προδιαγράφεται τρικυμιώδες.