Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Παραδοσιακές αστικές αξίες όπως αυτή της πλήρους αξιοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος και της εξασφάλισης του ανώτατου δυνατού πτυχιακού τίτλου τίθενται υπό αμφισβήτηση από στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που επεξεργάστηκε και δημοσιοποίησε χθες ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ).
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το συγκριτικό όφελος μακράς παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα και εξασφάλισης τίτλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι σαφώς μικρότερο από ό,τι στο εξωτερικό καθώς οδηγεί σε συγκριτικά μικρότερη δυνατότητα παραγωγής και απόκτησης πλούτου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα του ΣΕΒ, αν και στην Ελλάδα οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν υψηλότερα εισοδήματα και καθαρό πλούτο από τους απόφοιτους της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο μέσος καθαρός πλούτος των αποφοίτων δημοτικού είναι 71% του επιπέδου των αποφοίτων πανεπιστημίου (έναντι 44% στον ΟΟΣΑ και μόλις 16% στις ΗΠΑ).
Αντίστοιχα, ο μέσος καθαρός πλούτος των αποφοίτων λυκείου είναι 79% του επιπέδου των αποφοίτων πανεπιστημίου (έναντι 59% στον ΟΟΣΑ και 27% στις ΗΠΑ).
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ στη μελέτη που δημοσιοποίησε χθες, «τα μεγέθη αυτά είναι ενδεχομένως ενδεικτικά του γεγονότος ότι ένα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αν και οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα πλούτου, δεν δημιουργεί ισοδύναμες συνθήκες δημιουργίας περιουσίας όπως στον υπόλοιπο κόσμο».
Ως αίτιο αυτού του φαινομένου προσδιορίζει ο ΣΕΒ «το γεγονός ότι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν προσφέρει ανάλογες υψηλές δεξιότητες, όπως στο εξωτερικό, αλλά και ότι οι θέσεις εργασίας στη χώρα είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αντανακλώντας το χρόνιο παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας».
Έτσι, λοιπόν, όταν ένας απόφοιτος δημοτικού κατορθώνει να κερδίζει συγκριτικά περισσότερα από ό,τι ένας «ομόλογός του» στο εξωτερικό, έναντι ενός κατόχου τίτλου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τούτο μαρτυρά πολλά, τόσο για τον ίδιο βεβαίως όσο και για το πλαίσιο εντός του οποίου αυτός κινήθηκε, τόσο ως μαθητής όσο και ως εργαζόμενος.
Με άλλα λόγια, αυτό το οποίο περιγράφουν τα παραπάνω στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι μία αποτυχία συστημικού χαρακτήρα εκ μέρους τόσο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος όσο και της εθνικής οικονομίας. Όπως αντιστοίχως περιγράφουν και την αδυναμία του ελληνικού επιχειρείν να επιβιώσει και να επενδύσει επαρκώς εντός των πλαισίων αυτής της οικονομίας.
Διότι, όπως κι αν είναι αυτό σχεδιασμένο, όποιες κι αν είναι οι προτεραιότητες που εξυπηρετεί, το εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει αποτελέσματα εφάμιλλα εκείνων του διεθνούς μέσου όρου, μειώνοντας έτσι το κίνητρο παραμονής στα θρανία και εξασφάλισης τίτλων σπουδών υψηλού επιπέδου.
Το παραγόμενο αποτέλεσμα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, δε, αντικατοπτρίζει την αναντιστοιχία των προτεραιοτήτων του με τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς εργασίας, γεγονός για το οποίο -αναμφίβολα- υπάρχουν εστίες ευθύνης σε αμφότερες τις πλευρές.
Αντίστοιχα, το ελληνικό επιχειρείν, εξαιτίας ενός ολόκληρου πλέγματος στρεβλώσεων που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία αλλά της αδυναμίας/απροθυμίας του να επενδύσει, υπολείπεται και αυτό του φυσικού του ρόλου.
Αμφότερες αυτές οι αποτυχίες εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τα φαινόμενα τόσο της φυγής ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό όσο και το λεγόμενο “brain drain”. Θα συνεχίσουν, δε, να υφίστανται, ενόσω ουδείς εμφανίζεται διατεθειμένος να τις αντιμετωπίσει.
Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο, κατά τρόπο επίμονο έως μονότονο, έχει προτάξει ο ΣΕΒ ως ένα από τα κυρίαρχα στα οποία οφείλει να εστιάσει η πολιτεία αλλά και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η συνεχιζόμενη αδυναμία της χώρας, δε, να άρει τα αίτια δημιουργίας αυτών των θεμελιωδών αστοχιών αντικατοπτρίζει και τη δική της αποτυχία. Την αδυναμία της να βαδίσει σταθερά προς την ευημερία και προς ένα καλύτερο αύριο.