Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το πρωτοφανές κράμα ποδοσφαιρολογίας και εθνικών θεμάτων που επικράτησε κατά τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση της αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ συνιστά ομολογία ήττας εκ μέρους του πολιτικού κόσμου της χώρας. Ακόμη χειρότερα, διαμορφώνει το μέτρο της σοβαρότητας με την οποία προσεγγίζουν τα εθνικά θέματα οι κυριότεροι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτού του τόπου.
Μολονότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε στη διάρκεια της ομιλίας του έναν διαχωρισμό μεταξύ αυτών των δύο ζητημάτων, μιλώντας για προτεραιότητες και ιεράρχηση, στη συνέχεια και ο ίδιος χρησιμοποίησε το βήμα της Βουλής για να δαπανήσει χρόνο σε αμφότερα τα θέματα, όπως είχε πράξει λίγο νωρίτερα και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Πρόκειται, δε, για κινήσεις οι οποίες είχαν προσχεδιαστεί επιμελώς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στα ποδοσφαιρικά, καθώς εμπεριείχαν προαναγγελίες μέτρων όπως η απειλή διακοπής του πρωταθλήματος και η σύναψη «μνημονίου» με διεθνείς φορείς για την «επανεκκίνηση» του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Εάν τουλάχιστον επικρατούσε σύμπνοια μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στα εθνικά ζητήματα, τότε ίσως να ήταν αφέσιμο αμάρτημα η διολίσθηση στα ποδοσφαιρικά. Όμως, ούτε στο ένα θέμα τα «βρήκαν», ούτε στο άλλο, καταδεικνύοντας τη συνολική αδυναμία επικοινωνίας που έχουν οι σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις του τόπου.
Για το μεν ποδόσφαιρο, όσο ατυχές κι αν είναι αυτό το γεγονός, δεν επιφέρει τη συντέλεια. Στα εθνικά θέματα, όμως, στέλνει το λάθος μήνυμα, την -εντελώς- λάθος στιγμή, σε φίλους και εχθρούς.
Στέλνει το μήνυμα της αδυναμίας επικοινωνίας επί θεμελιωδών εθνικών ζητημάτων και την επικράτηση κλίματος ιαχών και πολιτικής αντιπαράθεσης, με αφορμή αυτά τα θέματα.
Είναι ιδιαίτερα ατυχές, δε, το γεγονός ότι μόνον η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, Φ. Γεννηματά αναφέρθηκε στην ανάγκη διατήρησης χαμηλών τόνων και προσπάθειας εξασφάλισης συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας για τα εθνικά θέματα.
Είναι αλήθεια ότι για την ίδια ανάγκη συνεννόησης είχαν κάνει λόγο νωρίτερα τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον τελευταίο να συμμερίζεται το αίτημα Γεννηματά για τη σύγκληση του Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών. Ουδείς εκ των δύο κυρίων, όμως, εμφάνισε συναινετικές διαθέσεις, ενώ αμφότεροι οδήγησαν τη συζήτηση σε υψηλούς τόνους.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, αλλά και υπό το φως των ραγδαίων εξελίξεων επί των εθνικών θεμάτων, με την καθημερινή κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο, συνιστά επιτακτική ανάγκη η σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.
Κατά πόσον η συνεδρίαση αυτού του Συμβουλίου θα οδηγήσει στην επαναχάραξη ή μη της λεγόμενης εθνικής γραμμής, δεν είναι σαφές. Τουλάχιστον, όμως, θα δώσει τη δυνατότητα άμεσης και υπό όρους εχεμύθειας, συνεννόησης μεταξύ των κυριότερων πολιτικών εκπροσώπων του τόπου.
Είναι το λιγότερο που μπορεί να προσδοκά το ελληνικό εκλογικό σώμα από τους επικεφαλής των κοινοβουλευτικών κομμάτων, οι οποίοι κατέχουν τις σημερινές τους θέσεις μόνον χάριν της ψήφου που τους παρέσχε αυτό το σώμα.
Ίσως, πίσω από κλειστές πόρτες, να μη νιώσουν την ανάγκη να οδηγήσουν τη συζήτηση για ακόμη μία φορά στα ποδοσφαιρικά, αλλά να συζητήσουν πώς θα αντιπαρατεθεί η χώρα με τις απειλές που έχει ενώπιόν της.