Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ίσως τώρα που η συζήτηση περί ενδεχόμενης κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με τη γείτονα έχει πιθανότατα οδηγηθεί από το επίπεδο του «εάν» σε εκείνο του «πότε και πώς» να είναι αργά για αναζητήσεις αυτού του είδους, όμως, κάποια στιγμή, η Ελλάδα οφείλει να σταματήσει να αδικεί τον εαυτό της.
Εάν σήμερα η χώρα μας εμφανίζεται να υπολείπεται ποιοτικά και ποσοτικά της γείτονος στο πεδίο των εξοπλισμών, τούτο δεν οφείλεται μόνο στο απόλυτο μέγεθος των εκατέρωθεν οικονομιών ή στην ταχύτητα ανάπτυξής τους, όσο καταλυτικές κι αν είναι γι' αυτήν την εξίσωση οι συγκεκριμένες παράμετροι.
Κυριότερα, είναι απότοκο δύο διαφορετικών φιλοσοφιών ως προς τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των δύο κρατών.
Ενώ στην Τουρκία η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας είχε αναχθεί σε προτεραιότητα κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, βοηθούντος και του εμπάργκο όπλων που είχε υποστεί η γείτονα, στην Ελλάδα όποιος τολμούσε έστω και να αναφερθεί στην ανάγκη εξοπλισμών χαρακτηριζόταν είτε ως πολεμοκάπηλος, είτε ως έχων προσωπικό συμφέρον από την εμπλοκή του σε προμήθειες. Άποψη την οποία βεβαίως ενίσχυε και η συμπεριφορά μερίδος του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Η ίδια η κοινωνία, δε, κατά πάγια πρακτική, θεωρούσε τα -προφανούς λαϊκισμού- επιχειρήματα υπέρ της κατασκευής σχολείων και νοσοκομείων ή ακόμη και της χορήγησης επιδομάτων, ως υπέρτερα εκείνων που έκαναν λόγο για την ανάγκη εξοπλιστικών προμηθειών ή επενδύσεων σε αυτόν τον τομέα.
Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας σήμερα διαθέτει μόνο κατάλοιπα μίας κάποτε ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας, ενώ η Τουρκία παράγει, εξάγει και καλύπτει σημαντικό μέρος των εξοπλιστικών αναγκών της -σύμφωνα με εκτιμήσεις έως και 85%- από την εγχώρια βιομηχανία της. Ταυτόχρονα, καινοτομεί σε σειρά εξοπλιστικών πεδίων, συμπεριλαμβανομένων τεχνολογιών αιχμής όπως η αεροναυπηγική και τα drones.
Στην Ελλάδα, εκτός από την Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ), την πολύπαθη ΕΑΒ και περιορισμένο αριθμό εταιρειών του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες διαθέτουν know how και παραγωγική ικανότητα, γιατί μπορούμε να καυχόμαστε;
Έτσι, αν και τα μεγέθη των εκατέρωθεν οικονομιών υπήρξαν κομβικά για τη διαφορετική πορεία και ανάπτυξη που εμφάνισαν οι αμυντικές βιομηχανίες των δύο χωρών, ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους υπήρξε η φιλοσοφία που στήριξε ή όχι το εγχείρημα σε κάθε μία από τις δύο χώρες.
Στην Τουρκία, βάδισαν επί ενός εικοσαετούς προγράμματος, ενώ στην Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση, απλά κινηθήκαμε χωρίς πρόγραμμα, εμφανίζοντας έτσι μία σαφή συστημική ανεπάρκεια.
Δίχως αμφιβολία, το ιδιότυπο πολιτικό σύστημα που βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει η γείτονα υποβοήθησε την προώθηση μακροπρόθεσμων σχεδιασμών, τόσο στην οικονομία και την βιομηχανία όσο και ευρύτερα, στην εξωτερική πολιτική αυτής της χώρας.
Στην Ελλάδα, η μόνη συνέπεια που μπορέσαμε να επιδείξουμε αφορούσε στο ξήλωμα των προσπαθειών και των σχεδιασμών της προηγούμενης κυβέρνησης από όποια τη διαδεχόταν, ανεξαρτήτως τομέως και δραστηριότητας. Από την παιδεία έως την οικονομία ή οποιαδήποτε άλλη έκφανση πολιτικής.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, όμως, οπισθοδρομούσαμε συνεχώς και όταν βρεθήκαμε προ κρίσης, απλά καταρρεύσαμε. Σήμερα, δε, στεκόμαστε αμίλητοι μπροστά στην υπεροπλία των γειτόνων και κατά τα φαινόμενα, αντιπάλων.
Πρόκειται περί μίας καθολικής, συστημικής αποτυχίας, η οποία δεν αφορά στα απόλυτα μεγέθη της χώρας (υπάρχει άλλωστε και το παράδειγμα του Ισραήλ) αλλά στη φιλοσοφία που τη διέπει.
Είναι, άραγε, αργά για να αλλάξει;