Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματός της, το οποίο θα κριθεί στην πορεία του χρόνου, η Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη υπήρξε χρήσιμη, κυρίως, ως μέτρο για τη στάθμιση του ρόλου και του ειδικού βάρους κάθε «παίκτη» σε αυτό το πολυδαίδαλο δράμα, της Ελλάδας μη εξαιρουμένης.
Χρήσιμη, δηλαδή, ως μία άσκηση ρεαλισμού και πραγματικότητας.
Έτσι, λοιπόν, εάν ο αποκλεισμός της Ελλάδας από μία Διάσκεψη που την αφορά ευθέως, μαρτυρά πολλά για την πολιτική της ηγεσία, παρούσα και προηγούμενη, είναι εξίσου αποκαλυπτικός και για τον τρόπο με τον οποίο μας αντιμετωπίζουν εκείνοι που θεωρούμε ως εταίρους και συμμάχους, με κυριότερη βεβαίως τη διοργανώτρια της Διάσκεψης Γερμανία.
Αντίστοιχα, μαρτυρά πολλά και σε ό,τι αφορά στον ειδικό ρόλο της Τουρκίας, η οποία όχι μόνον κατόρθωσε, σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, να συμβάλει στον ελληνικό αποκλεισμό, αλλά κυριάρχησε στη Διάσκεψη, χάρη στη γεωστρατηγική της θέση, το μεταναστευτικό αλλά και τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει στη Μ. Ανατολή, ανεξαρτήτως εάν τελικά κατόρθωσε ή όχι να επιβάλει τις θέσεις της.
Υπό το φως όλων αυτών, άραγε, ποιος πρέπει να θεωρείται ως «αποκλεισμένος» από τη διεθνή σκηνή; Η Ελλάδα ή η Τουρκία, ο πρόεδρος της οποίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν ομοτράπεζος εκπροσώπων των δύο υπερδυνάμεων, της ΕΕ και 12 ανεξάρτητων κρατών της περιοχής, ενώ είχε και κατ' ιδίαν συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν, την ίδια ώρα που ο υπουργός Εξωτερικών του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, συναντιόταν διαδοχικά με τους ομολόγους του των ΗΠΑ και της Ιταλίας, Πομπέο και Ντι Μάιο, αντίστοιχα;
Όσο αποκαλυπτική, όμως, υπήρξε η συγκεκριμένη Διάσκεψη αναφορικά με τη χώρα μας και τη γείτονα, άλλο τόσο ήταν και σε ό,τι αφορά στον τρόπο με τον οποίο η Δύση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη Μέση Ανατολή, σχεδόν 100 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης και τη «σχεδίαση» επί χάρτου των συνόρων της περιοχής.
Σε μία κίνηση που θυμίζει το αποικιοκρατικό παρελθόν, οι κύριοι συντελεστές του δράματος στη Λιβύη, Χαφτάρ και Αλ Σάρατζ, δεν μετείχαν της Διάσκεψης αλλά περίμεναν υπομονετικά στα ξενοδοχεία τους το αποτέλεσμά της.
Όλα αυτά, δε, οφείλουν να συνεκτιμηθούν από την Αθήνα, κατά τη στάθμιση των όποιων βημάτων της στην κατεύθυνση της Χάγης, όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων ενίοτε υπερισχύουν των όποιων νομικών επιχειρημάτων.
Μολονότι η ελληνική διπλωματία επιδόθηκε και συνεχίζει να επιδίδεται σε σημαντικές κινήσεις, μόνο μία εκ των οποίων υπήρξε η πρόσφατη επίσκεψη Χαλίφα Χαφτάρ στην Αθήνα -η οποία είναι σαφές ότι ενόχλησε την Άγκυρα-, οι όροι του «παιχνιδιού» ξετυλίχθηκαν σε όλη τους την έκταση στο Βερολίνο. Εκεί δε η Άγκυρα ήταν παρούσα και η Ελλάδα απούσα.
Μπορεί το αποτέλεσμα της Διάσκεψης να μην ήταν ακριβώς αυτό στο οποίο έλπιζε ο κ. Ερντογάν, καθώς όλες οι δυνάμεις που ενισχύουν τις αντιμαχόμενες πλευρές καλούνται να αποσυρθούν και το εμπάργκο όπλων θα συνεχιστεί, όμως η Τουρκία διασφάλισε τη συνέχιση της παραμονής της στη Λιβύη με τη συμμετοχή της στην επιτροπή επιτήρησης της συμφωνίας.
Ας τα έχουμε όλα αυτά υπόψη μας, όταν κάνουμε λόγο περί «απομόνωσης» της Τουρκίας, μετά τη σύναψη των μνημονίων με την -αναγνωρισμένη- κυβέρνηση της Λιβύης, ξεδιπλώνοντας έτσι τις όποιες ψευδαισθήσεις ακόμη τρέφουμε σχετικά με το ειδικό βάρος της γείτονος στη γεωπολιτική σκακιέρα.