Οι εγχώριοι και ανά την Ευρώπη ρωσόφιλοι, στις αναλύσεις τους περί των αιτιών του πολέμου στην Ουκρανία, ξεχνούν μια ημερομηνία: την 5η Δεκεμβρίου 1994, που υπεγράφη το περίφημο Μνημόνιο της Βουδαπέστης, για εγγυήσεις ασφάλειας στη Συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων.
Συγκεκριμένα, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου η Ουκρανία κληρονόμησε περί τα 5.000 πυρηνικά όπλα, με αποτέλεσμα να είναι η τρίτη χώρα μετά από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, σε ισχύ πυρηνικών. Πυρηνικές κεφαλές είχαν ξεμείνει, επίσης, στη Λευκορωσία και το Καζακστάν.
Με την υπογραφή τριών διαφορετικών πράξεων (μια για κάθε χώρα), που τις υπέγραψαν από κοινού η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, συνομολογούνταν η πρόθεση της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν να επιστρέψουν στη Ρωσία το πυρηνικό οπλοστάσιο που διέθεταν στα εδάφη τους, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφαλείας εδαφών από τη Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το μνημόνιο, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαίωσαν ότι η Λευκορωσία, το Καζακστάν και η Ουκρανία, έγιναν συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και επιστρέφουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο στη Ρωσία με τους όρους:
- Να υπάρξει σεβασμός στην ανεξαρτησία, στην κυριαρχία και στα υπάρχοντα σύνορα κάθε μιας από τις τρεις χώρες (Λευκορωσία, Καζακστάν και η Ουκρανία).
- Να μην υπάρξει απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών αυτών.
- Να μην υπάρξει κανενός είδους οικονομική πίεση ως μέσο επηρεασμού των αποφάσεων των χωρών αυτών.
- Άμεση σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας για παροχή βοήθειας στη Λευκορωσία, το Καζακστάν ή την Ουκρανία εάν γίνουν θύμα επιθετικής πράξης ή αντικείμενο απειλής επίθεσης κατά την οποία χρησιμοποιούνται πυρηνικά όπλα.
- Να μην χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα εναντίον τους.
Με πιο απλά λόγια, με τη Συμφωνία αυτή, οι τότε νικητές του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση και οι ΗΠΑ εν προκειμένω, έκαναν δώρο στη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν, με την ελπίδα ότι το τότε καθεστώς του Μπόρις Γέλτσιν θα ερχόταν πιο κοντά στη Δύση.
Ταυτόχρονα, υπό την πίεση των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ άνοιγε τις πόρτες του στη Ρωσία και θυμάμαι πολύ καλά τον Φεβρουάριο του 1995 Ρώσους αξιωματικούς να παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια στις αίθουσες του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.
Οι συνέπειες της συμφωνίας
Όμως αυτή η Συμφωνία, την οποίαν με υπερβάλλοντα ζήλο είχαν προωθήσει ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ, έβαλε ψύλλους στα αυτιά των παλαιών χωρών – δορυφόρων της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, που αισθάνονταν ότι ίσως τα βάσανά τους να μην είχαν τελειώσει.
Πρώτες, έτσι, οι Βαλτικές χώρες και μετά η Πολωνία, Ουγγαρία και Τσεχία, ζήτησαν να ενταχθούν και αυτές στην Ατλαντική Συμμαχία, κάτι που σε πρώτη φάση δεν έγινε αποδεκτό. Αυτός ήταν και ο λόγος που λίγο αργότερα, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, ξεκινούσε η συζήτηση για είσοδο των παραπάνω χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εξελίξεις αυτές, από τα πρώτα τους βήματα δεν ήταν διόλου αρεστές στον πρώην πράκτορα της KGB Βλαδίμηρο Πούτιν, ο οποίος από το 1992 και έως το 1996, υπήρξε το δεξί χέρι του δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης Ανατόλι Σομπτσάκ (1937-2000).
Ανερχόμενος έτσι στην εξουσία από το 1999 και μετά, ο Πούτιν, στηριζόμενος από διάσημους Ρώσους ολιγάρχες όπως ο Μπερεζόφσκι τότε, είχε πάντα κατά νου την επανασύνδεση της Ουκρανίας με τη Ρωσία, γεγονός που τροφοδοτούσε και την αντιδυτική ρητορική του.
Υπό αυτή την έννοια, η σε δύο φάσεις (2014 και 2022) ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει πολλά χρόνια προμελέτης πίσω της και τα αίτιά της απέχουν πολύ από αυτά που πιπιλίζουν οι επαγγελματίες της ρωσικής προπαγάνδας σήμερα. Ο δε πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει διάρκεια για έναν μάλλον απλό λόγο.
Η αποτυχία του Πούτιν
Ως γνωστόν, δύο βασικά θέματα κυριαρχούν στη συζήτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μας λένε ότι «η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει» και «αφού είναι έτσι, πρέπει να διαπραγματευτεί». Κάτω από το πρόσχημα της κοινής λογικής, και οι δύο αυτές προτάσεις είναι εσφαλμένες. Υπηρετούν τους Ρώσους, που τις συντηρούν προσεκτικά, και είναι στρατηγικά λάθος.
Για να πειστούμε γι' αυτό, πρέπει να επιστρέψουμε στα θεμελιώδη δεδομένα του ουκρανικού πολέμου. Η Ουκρανία, θύμα μιας επαίσχυντης επίθεσης στην οποία αρνήθηκε να πιστέψει μέχρι το ξέσπασμά της, διεξάγει αμυντικό πόλεμο. Τον πραγματοποίησε με επιτυχία. Προς έκπληξη όλων, αρνήθηκε στους Ρώσους την εύκολη νίκη που περίμεναν και τους εμπόδισε να επιτύχουν τον αρχικό τους στόχο: την κατάληψη του Κιέβου και την εγκατάσταση μιας φιλορωσικής ουκρανικής κυβέρνησης.
Ο Πούτιν φαινόταν να σημείωσε την αποτυχία του κηρύσσοντας την προσάρτηση των περιοχών Λουχάνσκ, Ντόνετσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα στις 5 Οκτωβρίου 2022: αυτός είναι πράγματι ένας μικρότερος στόχος από αυτόν που αρχικά επεδίωκε. Η προσάρτηση αυτών των τεσσάρων περιοχών θα μπορούσε σε να επιτρέψει σε μια ανεξάρτητη κυβέρνηση να παραμείνει στα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα της ουκρανικής επικράτειας.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, από αυτόν τον μειωμένο εδαφικό στόχο, οι ρωσικές δυνάμεις δεν τον έχουν πετύχει όπως θα ήθελαν, με μόνο την περιοχή του Λουχάνσκ να βρίσκεται εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο τους, ενώ η πρώτη γραμμή διασχίζει τις άλλες τρεις. Σε σύγκριση με τους μειωμένους στόχους που έχει πετύχει, ο Πούτιν θα μπορούσε να μιλήσει για νίκη μόνο στο τέλος μιας επίθεσης που θα του επέτρεπε να ελέγχει αυτές τις τρεις περιοχές, Αυτό δεν συμβαίνει όμως.
Η κατάσταση αυτή ωστόσο δεν εμποδίζει τον Ρώσο Πρόεδρο να διατυπώνει εδαφικές διεκδικήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτές τις τέσσερις περιοχές. Επιπλέον, συνεχίζει ακούραστα, μεταξύ άλλων στις ομιλίες του να αναφέρει, το στόχο μιας «αποστρατιωτικοποιημένης και εξουδετερωμένης» Ουκρανίας. Συνολικά, δεν έχει αποκηρύξει τους αρχικούς του πολεμικούς στόχους: τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο ολόκληρης της Ουκρανίας.
Έτσι, από την έναρξη του πολέμου, η Ουκρανία αρνήθηκε στη Ρωσία την επίτευξη των στόχων της, ακόμη και αν αναθεωρηθεί προς τα κάτω: αλλά αυτό ονομάζεται «νίκη» όταν ο αντίπαλος βρίσκεται σε αμυντική θέση. Η άμυνα είναι μια ανώτερη μορφή πολέμου από την επίθεση, είπε ο Clausewitz, επειδή ο επιτιθέμενος είναι υποχρεωμένος να νικήσει τον αντίπαλο. Ο αμυντικός μπορεί απλά να το αποτρέπει, κάτι που είναι πολύ λιγότερο απαιτητικό. Αυτό κατάφερε η Ουκρανία, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, και συνεχίζει μέχρι σήμερα
Ως φαίνεται δε, η κατάσταση αυτή, για λόγους γοήτρου της Δύσης και των ΗΠΑ θα συνεχιστεί, παρά τα όσα λέει ο νέος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.