Ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης του ευρύτερου χρηματοοικονομικού χώρου υποστηρίζει ότι από τους πέντε εργαζόμενους που διαθέτει, ο ένας ασχολείται αποκλειστικά και μόνο και με τα ζητήματα κανονιστικής συμμόρφωσης.
Διοικήσεις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων διαμαρτύρονται έντονα γιατί κατά τα τελευταία χρόνια ασχολούνται περισσότερο με το πώς θα ανταποκρίνονται κάθε φορά στις ολοένα και μεγαλύτερες γραφειοκρατικές απαιτήσεις του θεσμικού πλαισίου, παρά με το πώς θα αναπτύξουν τις εργασίες τους.
Και φυσικά τα κόστη είναι πολύ μεγάλα. «Αντί να προσλαμβάνουμε εργάτες στο εργοστάσιο, ξοδεύουμε χρήματα για μεγαλύτερη γραφειοκρατία» αναφέρουν χαρακτηριστικά στελέχη της αγοράς.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, καθώς κατά κύριο λόγο προέρχεται από Οδηγίες και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μεγάλο πρόβλημα ξεκίνησε μετά το «λουκέτο» στη Lehman Brothers και την ανάγκη που υπήρξε για τη διασφάλιση του συστήματος από ακρότητες και αθέμιτες πολιτικές των διοικητικών συμβουλίων.
Στη συνέχεια ήρθαν μέτρα για την αντιμετώπιση φαινομένων φοροδιαφυγής και «μαύρου χρήματος» και σε όλα αυτά προστέθηκαν τα ESG κριτήρια και ένα πλήθος κανονισμών για μια ευρεία σειρά θεμάτων.
Μεταξύ άλλων τέθηκαν σε εφαρμογή οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί Digital Services and Markets Acts, Sustainable Products Regulation, GDPR, DORA, Whistleblower Protection Directive και Artificial Intelligence Act.
Το κακό είναι ότι περάσαμε από ένα (κακό) άκρο στο (επίσης κακό) άλλο. Από ένα ελλιπώς ρυθμισμένο σύστημα έχουμε μεταβεί σε ένα υπερ-ρυθμισμένο (over-regulated) καθεστώς που είναι επίπονο, αντιπαραγωγικό και πανάκριβο τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την οικονομία γενικότερα.
Για παράδειγμα, μελέτη της Baremberg που εστιάζει στην περίπτωση της Γερμανίας, αναφέρει ότι από το 2011 έως και φέτος το επαναλαμβανόμενο κόστος συμμόρφωσης με τους νέους κανονισμούς κόστισε στις επιχειρήσεις τριάντα δισ. ευρώ!
Δυστυχώς, τα πράγματα στην Ελλάδα έχουν εξελιχθεί αναλογικά χειρότερα, με δεδομένο ότι το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι πολύ μικρότερο σε σύγκριση με την Ευρώπη. Και αυτό γιατί δυστυχώς, οι νέες νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σε σημαντικό βαθμό σχεδιασμένες για μεγάλους ομίλους και όχι για μικρές εταιρείες, όπως οι ελληνικές.
Το πρόβλημα της υπερ-ρύθμισης έχει προκαλέσει αντιδράσεις και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Μάλιστα, το εκμεταλλεύθηκε και ο Ντόναλτ Τραμπ κατά την προεκλογική του εκστρατεία, αναδεικνύοντας το θέμα και υποσχόμενος ότι θα το αντιμετωπίσει. Στη συνέχεια άλλωστε, επέλεξε ως υπουργό Οικονομικών τον Σκοτ Μπέσεντ, ένα πρόσωπο που είναι από τα «αγαπημένα παιδιά της Wall Street» και γνωστός υπέρμαχος της απορρύθμισης.
Πιστεύω ότι οι φορείς των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας μας θα πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της υπερ-ρύθμισης, αναδεικνύοντας το πρόβλημα στη συνολική του διάσταση, αξιολογώντας το πόσο πληγώνει την ανταγωνιστικότητα και προτείνοντας μέτρα.
* H Ελευθερία Μωραϊτάκη-Πικρού είναι πρόεδρος & διευθύνουσα σύμβουλος της ΕΚΑΠΤΥ ΑΕ. – Πιστοποιημένη Επενδυτική Σύμβουλος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Είναι επίσης υποψήφια σύμβουλος ΕΒΕΑ στον τομέα Υπηρεσιών του συνδυασμού ΑΛΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ του κ. Γιάννη Μπρατάκου στις εκλογές 30/11 έως 2/12/2024.