Για να κατανοήσουμε πώς ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να θριαμβεύσει στην τελευταία προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ, ίσως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τις ετερόδοξες προσεγγίσεις του στην εξωτερική πολιτική. Προσεγγίσεις εξάλλου που δεν άφησαν διόλου αδιάφορες σημαντικές κοινότητες ανθρώπων που ως φαίνεται έπαιξαν ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Συνοπτικά, το όραμα του Τραμπ για τον παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ βρισκόταν σε αντίθεση με τη σταθερή πολιτική του Τζο Μπάιντεν, που ήθελε μια ισχυρή Αμερική που θα έχει την πρωτοκαθεδρία σε έναν φιλελεύθερο κόσμο. Αλλά, με τη λιγότερη δυνατή άμεση χρήση στρατιωτικής βίας. Η πολιτική αυτή, ως φαίνεται εκ του εκλογικού αποτελέσματος, δεν ήταν ό,τι καλύτερο για κάποια εκατομμύρια Αμερικανούς ψηφοφόρους.
Στον απόηχο των προβλημάτων στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ένας αυξανόμενος αριθμός Αμερικανών αντιτίθεται στη μεγάλη εξάρτηση της χώρας τους από τη χρήση στρατιωτικής δύναμης για την επίτευξη των στόχων εξωτερικής πολιτικής της.
Αντίθετα, θέλουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να επικεντρώνονται στις προκλήσεις στο εσωτερικό και να είναι πιο προσεκτικοί όταν στέλνουν μέλη των αμερικανικών δυνάμεων σε πολέμους.
Η νίκη του Τραμπ, στο πλαίσιο αυτό, σηματοδοτεί ότι η ρήξη με τη μεταψυχροπολεμική ορθοδοξία για την εξωτερική πολιτική για πολλούς Ρεπουμπλικάνους σήμερα είναι και υγιής πολιτική και έξυπνη πολιτική.
Στην Ουάσιγκτον, ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ακολουθούν μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Ιδιαίτερα δε, όταν είναι γνωστό ότι αυτή η τελευταία υπόκειται σε δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, που δεν μπορούν να πάνε στο καλάθι των αχρήστων χωρίς διεθνή διασυρμό και αντιδράσεις.
Συνεπώς, η οποιαδήποτε αναδίπλωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα δίνει προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα, έναντι της διατήρησης της ηγεμονίας των φιλελεύθερων αξιών παγκοσμίως, δεν θα είναι εύκολη άσκηση.
Μετά δύο 10ετίες πολέμων
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πήρε μέρος σε συγκρούσεις, είτε με άμεση εμπλοκή, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, είτε με την παροχή ουσιαστικής βοήθειας προς τη μια πλευρά, όπως έκανε για την Ουκρανία.
Αυτές οι παρατεταμένες εμπλοκές -και η κληρονομιά του λεγόμενου «παγκόσμιου πολέμου» κατά της τρομοκρατίας- έχουν τροφοδοτήσει την επιφυλακτικότητα του αμερικανικού κοινού για στρατιωτικές εμπλοκές.
Πολλοί Αμερικανοί είναι ολοένα και πιο δύσπιστοι για τις στρατιωτικές επεμβάσεις που φαίνεται να αποφέρουν περιορισμένα οφέλη και να επιβάλλουν βαρύ κόστος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις πρόσφατες εκλογές, αυτή η κούραση μεταφράστηκε σε μια προτίμηση για υποψηφίους που έχουν υιοθετήσει πιο ρεαλιστική προσέγγιση στις εξωτερικές υποθέσεις.
Για παράδειγμα, μετά την προεδρική εκλογή του 2016, ο πολιτικός επιστήμονας Ντάγκλας Κίνερ και ο ψυχολόγος Φράνσις Σεν έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι σε πολιτείες με υψηλά ποσοστά απωλειών σε πεδία μαχών εκτός ΗΠΑ, είχαν επιλέξει τον Τραμπ και όχι τη Χίλαρι Κλίντον τότε.
Υποστήριξαν ότι εάν τρεις βασικές πολιτείες -το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και η Πενσιλβάνια- δεν είχαν υψηλότερα από τον μέσο όρο ποσοστά απωλειών στο πεδίο της μάχης, η Χίλαρι Κλίντον, υποστηρίκτρια των πολέμων της Αμερικής μετά την 11η Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε να είχε κερδίσει εκεί.
Ομοίως, το 2024, η δυσαρέσκεια που οι Αραβοαμερικανοί στο Μίσιγκαν -μια κρίσιμη πολιτεία- ένιωσαν για την προσέγγιση του Μπάιντεν στη συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή πιθανότατα συνέβαλε στην νίκη του Τραμπ. Μια νίκη, η οποία ήδη δημιουργεί αρκετές διεθνείς αβεβαιότητες και που ενδέχεται να οδηγήσει σε ξαφνικές κρίσεις διαμόρφωσης θέσεων των διεθνών παικτών, τονίζει ο βρετανικός Economist και η εκτίμησή του δημιουργεί προβληματισμό.
Για πολλά χρόνια, η κατεστημένη ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον -που ειρωνικά αποκαλείται «η Blob»- υποστήριξε μια δικομματική, παρεμβατική στρατηγική, με στόχο τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στο εξωτερικό.
Όταν αναδύθηκαν από τον Ψυχρό Πόλεμο ως η μόνη υπερδύναμη του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια εξωτερική πολιτική που βασιζόταν στη χρήση της επιρροής τους για την προώθηση των αμερικανικών αξιών παγκοσμίως. Όμως, από την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και μετά, η Αμερική υιοθέτησε μια πολιτική κατά της τρομοκρατίας, η οποία για τον κοινό Αμερικανό πολίτη είχε υψηλό κόστος για μάλλον πενιχρά αποτελέσματα.
Όπως αναφέρει η επιθεώρηση «Foreign Affairs» μετά από 20 χρόνια αποτυχημένων πολέμων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και άλλα μέρη ενδιάμεσα, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι επιθυμούν να επικεντρωθούν στο εσωτερικό μέτωπο.
Για μήνες πριν από τις εκλογές του 2024, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι οι Αμερικανοί διχάζονταν έντονα ως προς την ευθύνη των Ηνωμένων Πολιτειών να υποστηρίξουν την Ουκρανία. Αντίθετα, είχαν νόμιμους λόγους να δώσουν προτεραιότητα σε ζητήματα όπως ο πληθωρισμός, που προκάλεσε τεράστια ζημιά στην οικονομική ευημερία πολλών Αμερικανών, και τα νότια σύνορα, όπου το 2023 ένας αριθμός-ρεκόρ μεταναστών πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς προηγούμενη άδεια.
Αυτές οι αλλαγές στις προτεραιότητες των ψηφοφόρων δεν είναι νέες. Είναι σαφές εδώ και αρκετό καιρό ότι οι Αμερικανοί επικεντρώνονται περισσότερο στις εγχώριες ανησυχίες παρά στο να προστατεύσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της χώρας τους μέσω δαπανηρών μόνιμων εγκαταστάσεων σε απομακρυσμένα θέατρα.
Αφού η Κλίντον έχασε την προεδρική κούρσα το 2016, για παράδειγμα, μέλη της ελίτ εξωτερικής πολιτικής των Δημοκρατικών προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη μετατόπιση επαναδιατυπώνοντας την εξωτερική τους πολιτική ως σχεδιασμένη «για τη μεσαία τάξη». Αν και τόσο ο Μπάιντεν όσο και η Χάρις εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό αυτή τη ρητορική, πολλοί από τους βασικούς συμβούλους τους γνώριζαν πριν από οκτώ χρόνια αυτό που αποδείχθηκε για άλλη μια φορά το 2024: ότι μια εξωτερική πολιτική πιο στενά εστιασμένη στα συμφέροντα των ΗΠΑ προσελκύει όλο και περισσότερο τους ψηφοφόρους.
Όμως, για να είμαστε σαφείς, η κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ παραμένει δευτερεύον ζήτημα για την πλειονότητα των ψηφοφόρων, ακόμα κι αν υποκίνησε τις επιλογές ορισμένων εκλογικών περιφερειών σε κρίσιμες πολιτείες-κλειδιά. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι μια πιο συνετή δέσμευση με τον κόσμο είναι ευρύτερα δημοφιλής και πολιτικά ασφαλής, δεδομένης της μικρότερης σημασίας της εξωτερικής πολιτικής για τους περισσότερους ψηφοφόρους.
Η νίκη του Τραμπ αναμφίβολα θα επιταχύνει μια συζήτηση που ήδη ταλαιπωρούσε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μεταξύ των συμβατικών γερακιών και των υποστηρικτών μιας πιο συγκρατημένης εξωτερικής πολιτικής τύπου «πρώτα η Αμερική».
Οι προτιμήσεις που εξέφρασαν οι ψηφοφόροι στις 5 Νοεμβρίου υποδηλώνουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι υπό τον Τραμπ και τον Βανς θα πρέπει να τονίσουν περαιτέρω τη δέσμευση για ρεαλισμό και αυτοσυγκράτηση -και να θεσπίσουν πολιτικές που υποστηρίζουν ένα τέτοιο όραμα.
Στο πλαίσιο αυτό, παίζοντας το παιχνίδι του «τρελού» και της ειρήνης, ο Τραμπ θα επιδιώξει να επιβάλει συνετή διαχείριση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική συμμαζεύοντας το κόστος της. Αυτό σημαίνει ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα είναι λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο πρακτική.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη Δύση, θα το δούμε την τετραετία που έρχεται.