Οι μεταβολές στο ποσοστό της ανεργίας συντελούνται σε συνθήκες μίας δυναμικής μεταβολής του πληθυσμού των ανέργων, των απασχολούμενων, του εργατικού δυναμικού και του ανενεργού πληθυσμού.
Οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες διαμορφώνονται από τις συνεχείς ροές ατόμων από και προς τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες των ανέργων, των απασχολούμενων, του ανενεργών και των απασχολούμενων συνταξιούχων, οι οποίοι αποτελούν τη νέα πληθυσμιακή ομάδα που προσμετράται στους απασχολούμενους και στο εργατικό δυναμικό και όχι στους ανενεργούς.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2024 στο 9,3% (ΕΛΣΤΑΤ, Οκτώβριος 2024) και σε πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ (ΚΕΠΕ, Νοέμβριος 2024), υπολογίστηκε ότι η μέση ετήσια «αποτελεσματική» ανεργία για το 2024 είναι κάτω από το 10% εφόσον ληφθούν υπόψη και οι κενές θέσεις εργασίας.
Οι κενές θέσεις εργασίας στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ήταν 58.000 στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2024. Όμως θεωρούνται ότι είναι υποεκτιμημένες από τα επίσημα στοιχεία που δίνονται στην Eurostat, ενώ σύμφωνα με σχετικές έρευνες και μελέτες που εκπονούνται από εγχώριους οργανισμούς υπολογίζονται σε 123.000. Αντίστοιχα, οι άνεργοι τον Σεπτέμβριο του 2024 ήταν 437.000 άτομα.
Αποτελεσματική ανεργία και Ελλάδα
Η αποτελεσματική ανεργία, είναι αυτή στην οποία δεν υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας από τη στιγμή που οι άνεργοι ξεπερνούν τον αριθμό των κενών θέσεων εργασίας. Όταν οι κενές θέσεις εργασίας μηδενιστούν τότε η ισορροπία αυτή αποτελεί την πλήρη απασχόληση και χαρακτηρίζεται ως το φυσικό ποσοστό ανεργίας.
Έτσι για παράδειγμα εάν μια χώρα παρουσιάζει ποσοστό ανεργίας 5% και έχει ταυτόχρονα και κενές θέσεις εργασίας αυτό σημαίνει ότι το φυσικό ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο από το 5%.
Στη χώρα μας, εάν λάβουμε υπόψη τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό αυτό εκτιμάται σε 8,1% το οποίο είναι πολύ υψηλό ως επίπεδο ισορροπίας πλήρους απασχόλησης εάν λάβουμε υπόψη ότι ο μέσος όρος της ανεργίας στις χώρες της Ευρώπης είναι 5,8% και ο δείκτης των κενών θέσεων εργασίας είναι 2,4% όταν στην Ελλάδα είναι 2,5%.
Η προοπτική ότι η χώρα μας θα μπορούσε να φτάσει στην υποθετική πλήρη απασχόληση σε 3,5 χρόνια, δεν μπορεί να επιτευχθεί διότι:
- Δεν μπορεί η ανεργία να μειώνεται με τον μέσο ρυθμό μείωσης που είχε την περίοδο 2014 – 2022, αφού τότε η ανεργία ήταν 25% ενώ τώρα είναι 9,3% και
- σύμφωνα με την καμπύλη Beveridge που συσχετίζει τις κενές σχέσεις εργασίας με το ποσοστό ανεργίας πάντα θα υπάρχουν ταυτόχρονα κενές θέσεις εργασίας και άνεργοι.
Πράγματι, ακόμα και η Γερμανία που στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 παρουσίαζε ποσοστό ανεργίας 3,4% είχε ταυτόχρονα δείκτη κενών θέσεων εργασίας 3,1%. Αντίθετα, εκείνο το οποίο θα πρέπει να ελεγχθεί είναι οι αιτίες που υπάρχουν αυτές οι κενές θέσεις εργασίας, ενώ η ανεργία είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη μετά την Ισπανία (11,3%).
Πραγματικός μισθός: Προσφορά και ζήτηση εργασίας
Η αιτία αναλύεται από το υπόδειγμα του προσφερόμενου πραγματικού μισθού από τις επιχειρήσεις και του ζητούμενου πραγματικού μισθού από τα άτομα που αναζητούν εργασία (Υπόδειγμα PS-WS, Layard, Nickell & Jackman, 1991).
Σύμφωνα με την θεωρητική υπόθεση εργασίας, ένα ορθολογικό άτομο που αναζητεί εργασία λαμβάνει υπόψη τρεις παράγοντες:
- Ο πρώτος είναι το ποσοστό της ανεργίας, σύμφωνα με το οποίο όσο μεγαλύτερη είναι η ανεργία τόσο μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη έχουν τα άτομα που αναζητούν εργασία και οδηγούνται υπό το φόβο της ανεργίας στο να αποδεχτούν χαμηλότερους μισθούς.
- Ο δεύτερος είναι ο μισθός αδιαφορίας, όπου είναι το επίπεδο του μισθού στο οποίο ένα άτομο είναι αδιάφορο αν θα εργάζονταν ή αν θα παρέμενε άνεργος. Κυρίως οι συνιστώσες που επηρεάζουν τον δεύτερο παράγοντα είναι θεσμικές, όπως οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ο κατώτατος μισθός, το επίδομα ανεργίας κ.ά.
- Ο τρίτος παράγοντας είναι το αναμενόμενο επίπεδο των τιμών, όπου τα άτομα ενδιαφέρονται για την αγοραστική δύναμη του επιπέδου των μισθών τους, ώστε να υπολογίσουν το πραγματικό τους μισθό. Εάν λάβουμε υπόψη το υψηλό ποσοστό της ανεργίας (9,3%) και το γεγονός ότι μόλις το 30% των εργαζομένων στην Ελλάδα καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο κύριος παράγοντας είναι το πραγματικό επίπεδο των μισθών, το οποίο είναι κατά 30% χαμηλότερο σε σχέση με το πραγματικό επίπεδο των μισθών του 2009.
Το πραγματικό, διαθέσιμο εισόδημα
Πράγματι, εάν λάβουμε υπόψη ότι στην Ελλάδα για το έτος 2023 η αποταμίευση παρουσίασε αρνητικό ποσοστό κατά -1,9% μειωμένο σε σχέση με το 2022 που ήταν -3,5%, παρόλο που το διαθέσιμο εισόδημα παρουσίασε αύξηση 8,1% από τα 140,3 δισ. ευρώ το 2022 σε 151,7 δισ. ευρώ το 2023 και αντίστοιχα, αφού η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 6,5% από τα 145,2 δισ. ευρώ το 2022 σε 154,6 δισ. ευρώ το 2023.
Το γεγονός αυτό μας δείχνει πως το διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα δεν έχει φτάσει στο επίπεδο που να δημιουργεί θετική αποταμίευση. Το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ενώ οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη (μετά την Πολωνία) λαμβάνουν το μικρότερο μερίδιο από το παραγόμενο προϊόν, μόλις 33% (41% ο μέσος όρος των Ε.Ε.-27), όταν ακόμα και στην Βουλγαρία οι εργαζόμενοι αμείβονται με το 35% του παραγόμενου προϊόντος, με 20% λιγότερες ώρες εργασίας (1.604 ώρες ο μέσος όρος των Ε.Ε.-27).
Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της κατανάλωσης, την αρνητική αποταμίευση, τον σχετικά υψηλό πληθωρισμό (3,2%), τις αυξημένες ώρες εργασίας, το χαμηλό μερίδιο της εργασίας σε σχέση με το ύψος του παραγόμενου ΑΕΠ (223 δισ. ευρώ το 2023) και την μικρή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (30%), το μέσο επίπεδο των 1.258 ευρώ (2023) θεωρείται αρκετά χαμηλό.
Με βάση τους υπολογισμούς μας θα έπρεπε το μέσο επίπεδο των μισθών να ήταν το 2024 στα 1.520 ευρώ και ως εκ τούτου να μην αποτελεί στόχο για το 2027. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται οι επιχειρήσεις ως ισότιμοι με τους εργαζόμενους κοινωνικοί συνομιλητές να διεκδικήσουν τόσο το αυτονόητο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο στην χώρα μας με την εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης από το κράτος και τους αλγόριθμους Εθνικής Γενικής Συλλογικής Διαπραγμάτευσης και Σύμβασης Εργασίας για τον κατώτατο μισθό, όσο και την αύξηση του μεριδίου της εργασίας από το παραγόμενο προϊόν και της κάλυψης στο 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως αναφέρεται στην Οδηγία 2022/2041 για την επάρκεια των κατώτατων μισθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
* Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου.
** Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου.