Η μεγάλη νίκη του Τραμπ και του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, που εκτός από την Προεδρία κερδίζει τη Γερουσία, πιθανώς και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, συνιστά συντριπτική ήττα για το κυρίαρχο σύστημα όχι απλά των ΗΠΑ αλλά και συνολικά της Δύσης, που έδωσε λυσσώδη μάχη για να μη χάσει.
Πρόκειται για ένα σύστημα που αυτοχαρακτηρίζεται ως «φιλελεύθερο κέντρο», στην πραγματικότητα όμως, τα τελευταία χρόνια, δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την ιδεολογική μετριοπάθεια που παραδοσιακά χαρακτηρίζει αυτό τον χώρο.
Τουναντίον, στις τάξεις του έχει επικρατήσει μια μανιχαϊστική αντίληψη, που χωρίζει τους πολίτες σε εχθρούς και φίλους, δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την αντίθετη άποψη ακραία, φασιστική ή ναζιστική και θεωρεί πως ξέρει καλύτερα από όλους τους υπόλοιπους ποιο είναι το «σωστό».
Το μεγάλο του μειονέκτημα είναι ότι συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια αδυνατεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, οικονομικές αλλά και πολιτισμικές, αυξάνει τις ανασφάλειες και θεωρεί ως «πρόοδο» κάθε αλλαγή συνθηκών που προσπαθεί να επιβάλει, ακόμη κι αν αυτές αναιρούν κοινωνικές νόρμες με βαθιά ερείσματα, όπως συμβαίνει μεταξύ άλλων, με τη μετανάστευση και το περιβόητο πλέον «wokeness».
Κι όσο αισθάνεται ότι απειλείται, τόσο περισσότερο τρώει τις σάρκες του, με πράξεις και παραλείψεις που διαβρώνουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, μετατρέπουν τα ΜΜΕ σε όργανα προπαγάνδας και αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της Δημοκρατίας που υποτίθεται ότι θέλουν να προστατέψουν.
Η επικίνδυνη αυτή αντίληψη δεν εξαντλείται όμως στο εσωτερικό. Τείνει να επικρατήσει και στις διεθνείς σχέσεις της Δύσης, μέσα από μια εξίσου μανιχαϊστική αλλά και υποκριτική αντίληψη, κατά την οποία διαθέτει μόνιμο και διαχρονικό «ηθικό πλεονέκτημα». Το οποίο επιβάλλει ιδεολογικά την προώθηση της δυτικού τύπου Δημοκρατίας ανά τον κόσμο, ακόμη και με τα όπλα, παραγνωρίζοντας συσχετισμούς αλλά και ζωτικά συμφέροντα άλλων, ανταγωνιστικών και μη κρατών.
Η εντυπωσιακή επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, παρά τα οφθαλμοφανή ελαττώματα και το ναρκισσισμό του, αποτελεί ταυτόχρονα ισχυρή ένδειξη της εσωτερικής παρακμής αυτού του συστήματος, που απέτυχε να αντιπαρατάξει σοβαρό υποψήφιο απέναντι στη μαχητικότητα, στο σθένος και στην επικοινωνιακή δεινότητα του αντιπάλου, αλλά και των ορίων αντοχής στα οποία το έχει οδηγήσει η στείρα ελιτίστικη αλαζονεία του.
Ο Τραμπ δεν θα αποδειχθεί κατ' ανάγκη καλύτερος πρόεδρος είτε για τα συμφέροντα των πολιτών στις ΗΠΑ είτε για τα συμφέροντα της Δύσης. Τα προσωπικά του ελαττώματα, η ροπή του προς τον αυταρχισμό, ο εσωτερικός διχασμός στις ΗΠΑ και η ύπαρξη ισχυρού βαθέος κράτους, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, καθιστούν οποιαδήποτε πρόβλεψη επισφαλή.
Το γεγονός ότι επικράτησε όντας μια ανασφαλής επιλογή και παρά τον πολύπλευρο (δικαστικό, πολιτικό, επικοινωνιακό) πόλεμο που δέχτηκε, δείχνει όμως τη δίψα ενός μέρους της κοινωνίας στις ΗΠΑ, που είναι πλέον έστω και ισχνά πλειοψηφικό, να αναλάβει τον κίνδυνο και να του δώσει δεύτερη ευκαιρία, σε ένα πολιτικό σύστημα που λειτουργεί αυστηρά διπολικά. Στη λογική τού «το μη χείρον βέλτιστο».
Εκεί βρίσκεται ίσως και το βαθύτερο μήνυμα, που η Ευρώπη και η Ελλάδα δεν πρέπει να αγνοήσουν: Υπάρχει ένα όριο ανοχής στις κοινωνίες, πέρα από το οποίο οι ανασφαλείς επιλογές κρίνονται πλειοψηφικά προτιμότερες από την περίφημη «κανονικότητα». Η Γαλλία ίσως να είναι η επόμενη μεγάλη χώρα στην οποία θα δούμε αυτή την ιστορία να επαναλαμβάνεται.