Παρά τον αυστηρό έλεγχο στην είσοδο και την καχυποψία απέναντι στους δημοσιογράφους , ο φίλος και ικανός Βέλγος συνάδελφος Ζαν-Πιερ-Ντ., μπόρεσε να παρακολουθήσει τις εργασίες της οικολογικής οργάνωσης Ecoconso, η οποία, με έδρα τη βελγική πρωτεύουσα υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται για την καλύτερη διατροφή και την προστασία των καταναλωτών σε συνδυασμό με τη βελτίωση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούνται. Εξάλλου η Εκτελεστική Επιτροπή της οργάνωσης αυτής, απαρτίζεται από άλλες δέκα οικολογικού χαρακτήρα ενώσεις, όπως λ.χ. αυτή των «Φίλων της Γης», οι οποίες με έδρα τις Βρυξέλλες, έχουν και ισχυρή δύναμη επιρροής σε συγκεκριμένες Γενικές Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όπως διαπίστωσε ο Βέλγος συνάδελφος, στις εργασίες της Εκτελεστικής Επιτροπής της «Ecoconso», κύριο αντικείμενο ήταν η εξεύρεση τρόπων «πράσινης επιβάρυνσης» της δυτικής βιομηχανίας τροφίμων με παράλληλη αποδυνάμωση της δυτικού τύπου αγροτικής παραγωγής, προς όφελος…. των πολιτών-καταναλωτών!
Οι περισσότεροι από τους ομιλητές στις παραπάνω εργασίες, τόνισαν ότι οι ευρωπαίοι αγρότες και κυρίως αυτοί της Μεσογειακής Ευρώπης, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους καταναλωτές, ούτε βέβαια για την επιθυμία τους να αγοράζουν πιο φιλικά προς το περιβάλλον τρόφιμα. Αρέσκονται μέσω των ομάδων πιέσεων που έχουν να ζητούν επιδοτήσεις και πιο σταθερά εισοδήματα, παρά να αλλάξουν τις παραγωγικές πρακτικές τους.
«Το αγροτικό κίνημα, είπε στην σχετική εκδήλωση ο διευθυντής μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ) με παρουσία στη βελγική πρωτεύουσα, είναι ένα πανίσχυρο λόμπι, αποτελεί δε μια πολύπλοκη μηχανή με τεράστιους οικονομικούς πόρους. Διαθέτει επίσης ένα δυνατό δίκτυο νομικών εμπειρογνωμόνων και υπεύθυνων για τις δημόσιες σχέσεις, το οποίο έχει ισχυρή πολιτική επιρροή σε όλα τα επίπεδα άσκησης της εξουσίας. Είτε εθνικής, είτε διεθνούς».
Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ιδρύματος Changing Markets Foundation, που είναι μια άλλη ΜΚΟ, οι βιομηχανικοί όμιλοι δαπανούν μεταξύ 9,35 και 11,54 εκατ. ευρώ ετησίως για να ασκήσουν πίεση στις Βρυξέλλες.
Από την ίδια ΜΚΟ αναφέρθηκε επίσης ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι γεωργικές επαγγελματικές ενώσεις είναι «εξαιρετικά ισχυρές», και σύμφωνα με τον Ben Lilliston, Διευθυντή Αγροτικών Στρατηγικών και Κλιματικής Αλλαγής στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Γεωργίας και Εμπορικής Πολιτικής, «η αγροτική πολιτική των ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό η πολιτική τους».
Σύμφωνα με ανάλυση της Αμερικανικής Ένωσης Ανησυχούντων Επιστημόνων (UCS), οι δαπάνες της βιομηχανίας για την άσκηση πίεσης στις ΗΠΑ αυξήθηκαν από 145 εκατομμύρια δολάρια το 2019 σε 177 εκατομμύρια δολάρια πέρυσι και ξεπέρασαν τις αντίστοιχες δαπάνες των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Στη Βραζιλία, όπου η αγρο-βιομηχανία αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ, το Instituto Pensar Agropecuaria είναι «η πιο σημαντική ομάδα λόμπι», σύμφωνα με τον Caio Pompeia, ανθρωπολόγο και ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.
«Ασκεί την οικονομική δύναμη με σαφώς καθορισμένους στόχους, μια καλά εκτελεσμένη στρατηγική και πολιτική ευφυΐα», προσθέτει. Και επισημαίνει ότι ως αποτέλεσμα των εργασιών του Ινστιτούτου, οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις και οι αγρότες μπόρεσαν να απαλλαγούν από αυστηρούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς, να λάβουν μεγάλες επιδοτήσεις και να διατηρήσουν φορολογικά οφέλη.
Παρ’ όλα αυτά, στις εργασίες της Ecoconso, αρκετές φωνές τόνισαν ότι οι προσπάθειες των οικολογικών οργανώσεων να επιβαρύνουν τη βιομηχανία και τη γεωργία με υπερβολικά «πράσινα» κόστη, τελικά αντί να φέρνουν πολιτική δύναμη στα οικολογικά πολιτικά μορφώματα, στην ουσία ενισχύουν τα αντίστοιχα του δεξιού λαϊκισμού.
«Η αντιπαράθεση των οικολόγων με το παγκόσμιο αγροτικό και διατροφικό λόμπι, ίσως να αποβεί τελικά καταστροφική για την οικολογία, και την περίφημη «πράσινη ανάπτυξη», είπε στην εκδήλωση ο Έρικ Λεπρέμερ, γνωστός λομπίστας των «πράσινων» στη βελγική πρωτεύουσα. Και με τα λόγια του υπονοούσε ότι ο πόλεμος κατά της αγρο-βιομηχανίας, σε μια φάση κρίσης του παγκόσμιου εμπορίου ήταν σκέτος παραλογισμός. Διότι όσο οι οικολόγοι πιέζουν για πράσινες πολιτικές, τόσο πιο πολύ συμβάλουν στην ακρίβεια των παραγόμενων προϊόντων.
«Η φτωχοποίηση που κάποιοι επιδιώκουν για να αποκτήσουν πολιτική πελατεία, σε τελική ανάλυση, εξυπηρετεί άλλα πολιτικά μορφώματα και θυμίζει άλλες οδυνηρές εποχές», τόνισε ο Γερμανός καθηγητής πολιτικής επιστήμης Χέλμουτ Κέλερ. Πρόσθεσε δε ότι στην ουσία το κόστος της πράσινης ανάπτυξης στη Δύση, είναι ανταγωνιστικό δώρο στις βιομηχανίες των αναπτυσσόμενων οικονομιών και της Κίνας.
«Αν η βιοτεχνολογία, η σύγχρονη γεωργία και η νέα διατροφή ήταν τόσο βλαβερές για τον άνθρωπο, όσο περιγράφουν κάποιοι οικολόγοι ακτιβιστές, σήμερα δεν θα συζητούσαμε για 125 χρόνια προσδόκιμο ζωής στον αναπτυγμένο κόσμο, ούτε θα είχαμε τα γνωστά θετικά αποτελέσματα στην καταπολέμηση της πείνας και της παιδικής θνησιμότητας», λέει ο Χ. Κέλερ και σίγουρα βάζει κάποια πράγματα στη θέση τους.