Πριν 12 χρόνια ακριβώς, ενώ η διεθνής οικονομική κρίση βρισκόταν στην αιχμή της ανάπτυξής της, το βρετανικό περιοδικό «Economist» αφιέρωνε ένα τεύχος του στο θέμα της «Νέας Προοδευτικότητας». Και στο πλαίσιο αυτό, κατέβαλε μια σημαντική προσπάθεια να φέρει την πολιτική και την οικονομία πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Υποστήριζε έτσι ότι στη διάρκεια του 20ου αιώνα, μετά δύο παγκόσμιους πολέμους και μια ισχυρή κρίση της διεθνούς οικονομίας το 1930, η σοσιαλδημοκρατία, υπήρξε μακρόβιο σύστημα διακυβέρνησης, που συνέβαλε στη δημιουργία μιας ισχυρής μεσαίας τάξης.
Αυτός ο «φιλελεύθερος σοσιαλισμός», με αρκετές και σοβαρές κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις, εφαρμόστηκε εν μέρει από τον Θίοντορ Ρούζβελτ στην Αμερική, τον Λόϋντ Τζωρτζ στη Μεγάλη Βρετανία και ορισμένες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Κύριος στόχος αυτής της «Προοδευτικής Εποχής», όπως την αποκαλούσαν στην Αμερική, ήταν οι κοινωνίες να γίνουν πιο δίκαιες, χωρίς αυτό να πλήξει την επιχειρηματική μηχανή που μπορούσε να δημιουργεί πλούτο.
Αυτή είναι σήμερα εκ νέου η νέα μεγάλη πρόκληση, σε μία περίοδο όπου η οικονομική παγκοσμιοποίηση και οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες δημιουργούν ένα νέο περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου επανακαθορίζεται ο διεθνής καταμερισμός τής εργασίας, αφενός, και η χρηματοοικονομική διάστασή του, αφετέρου.
Όπως αναφέρει και το Economist, υπάρχει πλέον δραματική ανάγκη για «Πραγματική Προοδευτικότητα». Ποιο όμως πρέπει να είναι το περιεχόμενό της, με δεδομένες στη Δύση τις τραυματικές εμπειρίες από τις υπερβολές και τις καταχρήσεις του αποκαλούμενου κράτους - προνοίας, από τη μία πλευρά, και της αγοράς από την άλλη. Ειδικά δε το κράτος – πρόνοιας, το οποίο στη σημερινή εποχή τελεί υπό διαφορετικές συνθήκες από αυτές που συνέβαλαν στη δημιουργία και πρόοδό του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο δυτικός κόσμος, μεταπολεμικά, αναπτύχθηκε υπό ένα διεθνή καταμερισμό της εργασίας εντελώς διαφορετικό από αυτόν που ισχύει σήμερα. Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ο κομμουνιστικός κόσμος, Κίνα και ΕΣΣΔ, ενδιαφερόταν περισσότερο για την παγίωση της αυταρχικής εξουσίας στο εσωτερικό του, παρά για οικονομικό ανταγωνισμό με τον υποτιθέμενο καπιταλισμό.
Έτσι, Δυτική Ευρώπη, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ωκεανία, είχαν υπό τον έλεγχό τους το 80% της παγκόσμιας κατανάλωσης και το 70% του παγκοσμίου εμπορίου. Με την Αμερική και την Ευρώπη να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος.
Αυτή η δεσπόζουσα θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, επέτρεψε στη σοσιαλδημοκρατία να γνωρίσει ημέρες δόξας, που κράτησαν πάνω από 30 χρόνια. Τα κράτη - πρόνοιας όμως άρχισαν να υποχωρούν μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1973 και η κατάσταση έγινε προβληματική στην αρχή της δεκαετίας του 1980, όταν παρουσίασαν επικίνδυνα συμπτώματα κόπωσης.
Όπως επισημαίνουν ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και η Παγκόσμια Τράπεζα, την περίοδο της ακμής τους, οι δαπάνες του κράτους - πρόνοιας διογκώθηκαν σε υπερθετικό βαθμό, όχι προς όφελος των πτωχών αλλά υπέρ καλά οργανωμένων συμφερόντων, με ισχυρές πολιτικές δικτυώσεις.
Έτσι, στο εσωτερικό τού κράτους-πρόνοιας δημιουργήθηκαν ισχυρές συντεχνιακές αρθρώσεις, οι οποίες αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο απορροφούσαν και σε μεγάλο βαθμό απορροφούν πολύτιμους κοινωνικούς πόρους, οι οποίοι θα έπρεπε να δαπανώνται για την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Όπως τονίζει και ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Ζακ Ατταλί, πρώην σύμβουλος του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Μιττεράν, τα περισσότερα κράτη -πρόνοιας στην Δύση είναι ελλειμματικά λόγω υπερδανεισμού και από κακή διαχείριση έχουν δημιουργήσει κοινωνικές φούσκες που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν στην πίεση της χρηματοοικονομικής κρίσης.
«...Σε πολλές χώρες της Δύσης...», γράφει ο Ζ. Ατταλί, «...τα δημόσια χρέη χρησιμοποιήθηκαν για καταναλωτικούς σκοπούς και άρα είναι κακά χρέη που δύσκολα μπορούν να αποπληρωθούν από τη δυτική παραγωγική μηχανή...». Ακόμα χειρότερα, τόσον ο Ζ. Ατταλί, όσο και το Economist συμφωνούν ότι τα χρέη αυτά παράγουν πρόσθετες ανισότητες, που εντείνουν τις αντίστοιχες που παράγει η σύγχρονη οικονομική δραστηριότητα.
Ποιες είναι οι λύσεις;
Ποιες είναι λοιπόν οι λύσεις στο σημερινό πρόβλημα - το οποίο, βεβαίως, διαφέρει αισθητά από το αντίστοιχο του κραχ του 1929 που κάποιοι μονότονα επικαλούνται;
Μία πρώτη λύση είναι η φιλελευθεροποίηση με κοινωνικό πρόσωπο του κρατικού καπιταλισμού στις αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Μαλαισία), ώστε να ενισχυθούν η εσωτερική ζήτηση και η ανταγωνιστικότητα.
Προτείνεται επίσης η απαλλαγή των τραπεζικών συστημάτων στις χώρες αυτές από τον στενό κρατικό έλεγχο και ο προσανατολισμός τους προς τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες σήμερα έχουν μεγάλες δυνατότητες δημιουργίας εισοδήματος προς διανομή.
Στη Δύση προτείνεται η κατάργηση των καρτέλ όπου υπάρχουν, η μη χρηματοδότηση τραπεζών όταν αυτές περιέρχονται σε αδιέξοδο από δικά τους λάθη και η χρηματοδοτική ενίσχυση της εκπαίδευσης για να ενισχυθεί η δημιουργία ίσων ευκαιριών για τους πολλούς.
«...Στις αναπτυγμένες χώρες είναι πλέον ζωτική ανάγκη να ενισχυθούν οι επενδύσεις, η δε μεταφορά πόρων αντί να γίνεται προς τους πιο ηλικιωμένους και πιο εύπορους να ακολουθεί τον δρόμο των νέων και των πτωχότερων.....», αναφέρει στο ειδικό αφιέρωμά του το Economist.
Ο δε Ζακ Ατταλί τονίζει ότι «...η ανεργία των νέων είναι πολύ σημαντικότερο πρόβλημα από τον αριθμό των ημερών που θα πάνε διακοπές κάποιοι συνταξιούχοι. Επίσης, η χρηματοδότηση της δια βίου μάθησης για όλους έχει πολύ βαθύτερη σημασία από τον αριθμό προνομίων που θέλουν να διατηρούν ή και να αποσπούν κάποιες συντεχνίες...».
Δεν είναι τυχαίο έτσι το γεγονός ότι ο Φιλανδός σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Πάαβο Λίπονεν, στη διάρκεια της θητείας του από το 1995 έως το 2003, πραγματοποίησε μια τεράστια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, φέροντας τη Φινλανδία στις πρώτες θέσεις των παγκόσμιων εκπαιδευτικών συστημάτων. Την ίδια περίοδο, στο φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα, η επιχειρηματικότητα καθιερώθηκε ως επίσημο μάθημα από το.... νηπιαγωγείο!
«...Μόνον αν δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για μια νέα αφθονία, θα εξασφαλίζουμε και πλούτο προς διανομή...», είχε δηλώσει στον υπογράφοντα ο Πάαβο Λίπονεν το 1999, με αφορμή μια επίσκεψή μας στο Ελσίνκι.
Όσο για την άποψη του Ζακ Αταλί σχετικά με τη «νέα προοδευτικότητα», συνίσταται σε μια ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων δαπανών, προς όφελος της κοινωνίας με επίκεντρο τους νέους και τους φτωχούς.
Και από την άποψη αυτή, ο Γάλλος οικονομολόγος, κάνει ξεχωριστή μνεία στην επανεξέταση του σουηδικού μοντέλου, το οποίο, έχοντας ξεφύγει από τον επίπεδο εξισωτισμό του παρελθόντος, παρουσιάζει σήμερα στην Ευρώπη, και όχι μόνον, τις υψηλότερες οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις.