Ψηφιακές δεξιότητες: Ο ρόλος της «άτυπης μάθησης» και πώς θα πιστοποιηθεί

Οι «ανεπίσημοι τρόποι μάθησης» ήταν και είναι σημαντικοί για όλους. Αποκτούν, όμως, ιδιαίτερη βαρύτητα στην εποχή μας. Ποιες είναι οι προτάσεις πολιτικής. Γράφουν οι Κ. Ζοπουνίδης και Δρ. Ευ. Κρασαδάκη

Δημοσιεύθηκε: 19 Σεπτεμβρίου 2024 - 07:36

Load more

Η άτυπη (ανεπίσημη) μάθηση αποκτά σήμερα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά για την περίπτωση απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων, βασικού επιπέδου.

Οι λόγοι είναι πολλοί, μεταξύ αυτών είναι η αδυναμία των εκπαιδευτικών προγραμμάτων να ανταποκριθούν, η ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας με νέα προϊόντα και υπηρεσίες, η αδυναμία ένταξης όλου του ενεργού πληθυσμού σε προγράμματα επιμόρφωσης, οι αυξημένες δυνατότητες αυτομόρφωσης μέσω του διαδικτύου, η εξάπλωση των ηλεκτρονικών συσκευών για ατομική χρήση κ.λπ.

Οι ανεπίσημοι τρόποι μάθησης ήταν και είναι σημαντικοί για όλους τους ανθρώπους (μαθαίνω από τους άλλους, μαθαίνω κάνοντας πράγματα). Για παράδειγμα, τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους χρησιμοποιούν με ευκολία τις έξυπνες συσκευές. Μιμούμενα τις κινήσεις των ενηλίκων, ανταποκρίνονται π.χ. στην πραγματοποίηση μιας κλήσης/βιντεοκλήσης, στην εμφάνιση φωτογραφιών/βίντεο, στη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών, κ.λπ., χωρίς ειδικότερη εκπαίδευση.

Ατυπη μάθηση

Η απόκτηση βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων μέσω άτυπης μάθησης αφορά όλο τον πληθυσμό, αλλά αποκτά ένα νόημα, κυρίως, για άτομα που ήδη διαθέτουν ένα υπόβαθρο γνώσεων.

Σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει σε αυτό η τεχνολογία, που παρέχει τη δυνατότητα αυτομόρφωσης με ποικίλους τρόπους. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι διαλέξεις στο διαδίκτυο μέσω του YouTube, το υλικό/βίντεο των κατασκευαστριών εταιρειών/οργανισμών, οι εξειδικευμένες διαδικτυακές ομάδες συμβουλών και επίλυσης τεχνικών προβλημάτων κ.ά., και σε συνάρτηση με τις έξυπνες συσκευές και υπολογιστές που σχεδόν όλοι διαθέτουν.

Με αυτή την έννοια, κάθε άνθρωπος που διαθέτει μια έξυπνη συσκευή αποκτά, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα πλοήγησης στο διαδίκτυο, λήψης και αποστολής ψηφιακού υλικού, πρόσβασης σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες, αλληλεπίδρασης με οργανισμούς ή επιχειρήσεις, κ.λπ., ίσως υπό την αρχική καθοδήγηση ενός τρίτου, κάτι που σιωπηρά και άτυπα, χωρίς συντονισμένο και εκπαιδευτικά οργανωμένο τρόπο, δημιουργεί μια εξοικείωση με την τεχνολογία και τις εφαρμογές της.

Είναι γεγονός, ότι δεν μπορούν όλοι να επιμορφωθούν ή δεν είναι όλοι πρόθυμοι να ενταχθούν σε προγράμματα μη τυπικής εκπαίδευσης. Επομένως, οι ψηφιακές δεξιότητες σε ένα αρχικό επίπεδο μπορούν να κατακτηθούν και με αυτό τον άτυπο τρόπο.

Ειδικά ομάδες πληθυσμού όπως των ηλικιωμένων, συνταξιούχων, μακροχρόνια ανέργων, ατόμων που εργάζονται σε χαμηλής ψηφιακής έντασης επαγγέλματα στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, κ.λπ., μπορούν να διδαχθούν από τα παιδιά τους, τους συναδέλφους, τους φίλους, τους συγγενείς, τον κοινωνικό τους περίγυρο ή πλοηγούμενοι οι ίδιοι στο διαδίκτυο.

Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο της αποφυγής των e-υπηρεσιών και η επιμονή των προαναφερόμενων ομάδων στην προσωπική εξυπηρέτηση από δημόσιους/ιδιωτικούς οργανισμούς που δείχνει ενός είδους ανασφάλειας εκ μέρους τους, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο σε σχέση με το απαιτούμενο προσωπικό, τις υποδομές των υπηρεσιών, κ.λπ. Η μετάβαση στη ψηφιακή εποχή ενδυναμώνει σιωπηρά την ατομική προσπάθεια ανεπίσημων μορφών μάθησης.

Η πιστοποίηση

Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι εάν ένα άτομο που διαθέτει κάποιες αρχικές/βασικές ψηφιακές δεξιότητες μέσω ατομικής προσπάθειας, μπορεί να αποκτήσει ένα πιστοποιητικό για να «αποδείξει» την ύπαρξη δεξιοτήτων σε ένα μελλοντικό εργοδότη ή προς τον εαυτό του ή προς τους «σημαντικούς άλλους» που τον περιβάλλουν. Τα άτομα που επιθυμούν είτε να ενταχθούν στην αγορά εργασίας είτε που παρακινούνται από εσωτερικά κίνητρα επαγγελματικής/προσωπικής ανάπτυξης θα επιδιώξουν να λάβουν πιστοποίηση των ψηφιακών τους δεξιοτήτων, καταβάλλοντας ένα αντίτιμο σε οργανισμό πιστοποίησης.

Η πιστοποίηση, κυρίως, παρακινεί τον επαγγελματικά ενεργό πληθυσμό και όχι όλα τα άτομα που δεν έχουν κίνητρο να πιστοποιηθούν και οι e-υπηρεσίες «δεν τους αφορούν». Ακόμα και στην περίπτωση του ενεργού εργασιακά πληθυσμού, η αυτομόρφωση μπορεί να είναι ελάχιστα ελκυστική ή δύσκολα πραγματοποιήσιμη.

Ορισμένοι θα επιλέξουν ως λύση την ένταξή τους σε προγράμματα μη τυπικής εκπαίδευσης (πχ. των ΚΕΔΙΒΙΜ), τα οποία με ένα οργανωμένο και συντονισμένο τρόπο οδηγούν στην εκμάθηση βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων. Το παράδοξο όμως στη χώρα μας είναι ότι δεν έχει καλλιεργηθεί μια κουλτούρα στον πληθυσμό συνεχούς μάθησης και επικαιροποίησης των γνώσεων και δεξιοτήτων, όπως στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς στα προγράμματα αυτά εντάσσονται ελάχιστα άτομα από τους μακροχρόνια ανέργους, τις ευάλωτες ομάδες, κ.λπ., δηλαδή αυτούς που τα έχουν πραγματικά ανάγκη.

Επομένως, τα προγράμματα της μη τυπικής εκπαίδευσης απορροφούν κυρίως άτομα με επαγγελματικές φιλοδοξίες, με παρακίνηση από το εργασιακό περιβάλλον, με κίνητρο επαγγελματικής/προσωπικής ανάπτυξης κ.ά., δεδομένου πολλές φορές και του κόστους των διδάκτρων που λειτουργεί αποτρεπτικά, μεταξύ άλλων εμποδίων.

Ουραγοί στις ψηφιακές δεξιότητες

Η χώρα μας, παρά τις προσπάθειες των προηγούμενων δεκαετιών και των σημαντικών ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων σε προγράμματα επιμόρφωσης (μη τυπική εκπαίδευση), βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. στις ψηφιακές δεξιότητες, όπως προκύπτει από έρευνες διεθνών οργανισμών.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (2016) και τους δείκτες PIAAC οι ψηφιακές δεξιότητες μόνο του 30% των αποφοίτων είναι μέτριες προς υψηλές, αν και το ποσοστό αυτό στους αποφοίτους πανεπιστημίων άλλων χωρών είναι υψηλότερο.

Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και πρόσφατη έρευνα της Ε.Ε. (2021) που με βάση το δείκτη DESI, η χώρα μας κατατάσσεται στις ψηφιακές δεξιότητες στην 25η θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών. Σύμφωνα με τους δείκτες DESI, το 30% του ελληνικού πληθυσμού δεν διαθέτει καμία ψηφιακή δεξιότητα, ενώ το 20% έχει ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (ΕΕ, 2021). Δηλαδή, και οι δύο προαναφερόμενες έρευνες (ΕΕ, ΟΟΣΑ) καταδεικνύουν την ανάγκη ανατροπής της εικόνας αυτής.

Ερωτήματα και προτάσεις

1. Μήπως θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις ευκαιρίες που προσφέρει η άτυπη μάθηση σε εργαζομένους δημοσίων υπηρεσιών καθώς και την αναγνώριση των δεξιοτήτων τους μέσω φακέλων εργασιών (portfolios);

Πολλά άτομα διαθέτουν δεξιότητες χρήσης GIS συστημάτων, εξειδικευμένων πλατφορμών του gov.gr κ.ά., που δεν είναι εμφανείς, δεν προσμετρούνται στα προσόντα τους, δεν συμβάλουν στην εξέλιξή τους και το σημαντικότερο δεν αποτελούν κίνητρο απόκτησης για νεότερους υπαλλήλους. Ή ακόμα να εξετάσουμε τα κίνητρα συμμετοχής τους σε προγράμματα μη τυπικής εκπαίδευσης; Γιατί οι πιστοποιήσεις ψηφιακών δεξιοτήτων αποτελούν «προσόντα» που λαμβάνουν μόρια για την είσοδο στην εργασία αλλά δεν συνδέονται στη συνέχεια με την μισθολογική ή βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων;

2. Αποτελούν μονόδρομο τα προγράμματα επιμόρφωσης της μη τυπικής εκπαίδευσης ή πρέπει να αξιοποιηθούν και οι δυνατότητες της τυπικής εκπαίδευσης; Θυμίζουμε ότι το πετυχημένο πείραμα του ECDL ξεκίνησε από τα Δημοτικά σχολεία της Φινλανδίας το 1988, έγινε Εθνικό Πρότυπο δεξιοτήτων πληροφορικής στη χώρα και ο φορέας ECDL στις αρχές του '90 εκχώρησε δικαιώματα πιστοποίησης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί όμως οι υπολογιστές υπήρχαν σε κάθε αίθουσα διδασκαλίας και οι μικροί μαθητές είχαν ελεύθερη πρόσβαση (χωρίς εποπτεία δασκάλου) μόνο εάν είχαν επιτύχει στα τεστ δεξιοτήτων.

3. Γιατί δεν εντάσσεται στα Γυμνάσια – Λύκεια η απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων με υποχρεωτική πιστοποίηση; Γιατί τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών έχουν εντάξει την πιστοποίηση ψηφιακών δεξιοτήτων εντός της σχολικής φοίτησης; Είναι το κόστος αυτό μεγαλύτερο από το μακροπρόθεσμο κόστος που επιφέρουν τα άτομα με χαμηλές ψηφιακές δεξιότητες στην κοινωνία και οικονομία αποφεύγοντας τις e-υπηρεσίες;

4. Γιατί δεν δίδεται κίνητρο στους φοιτητές των πανεπιστημίων να επιμορφώνονται μέσω σεμιναρίων που προβλέπει το νέο νομοθετικό πλαίσιο των ΑΕΙ και να πιστοποιούνται με κάποια οικονομική ενίσχυση ή μέσω υποτροφιών;

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, πολλά είναι τα γιατί ή οι σκέψεις που μπορεί να παραθέσει καλόπιστα οποιοσδήποτε για την «αναγνώριση» της άτυπης μάθησης και την αποδοτική αξιοποίηση της τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης, την αξιοποίηση της γνωστής πρακτικής των φακέλων εργασιών ή/και των πιστοποιήσεων, την ουσιαστική σύνδεση των πιστοποιήσεων με τα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα, την ενδυνάμωση της διδασκαλίας των ψηφιακών δεξιοτήτων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες κ.ά, πολλά από τα οποία εφαρμόζονται επιτυχώς σε άλλες χώρες.

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Κοινωνικές/επικοινωνιακές και ψηφιακές δεξιότητες στην εκπαίδευση και στην εργασία τον 21ο αιώνα», Ε. Κρασαδάκη, Σ. Τριαντάρη και Κ. Ζοπουνίδης. Εκδ. Κλειδάριθμος, 2023.

 

* Ο Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης (φωτ.) είναι Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Δρ. του ΑΠΘ

** Η Ευαγγελία Κρασαδάκη είναι Δρ. του Πολυτεχνείου Κρήτης

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων