Στο πολύκροτο βιβλίο του «Τα τριάντα ένδοξα χρόνια ή η αόρατη επανάσταση από το 1946 στο 1975», ο Γάλλος καθηγητής και κοινωνιολόγος Ζαν Φουραστιέ (1907-1990) περιγράφει με ατράνταχτα στοιχεία πώς η Γαλλία πρωτίστως και η Δύση γενικότερα πέρασαν από βαριά πληγωμένες λόγω πολέμων οικονομίες, σε επίπεδα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης πρωτόγνωρα στην ανθρώπινη ιστορία.
Κατά τον Ζαν Φουραστιέ, αυτές οι δεκαετίες οικονομικής ευημερίας συνδύασαν την αυξημένη παραγωγικότητα με τους υψηλούς μέσους μισθούς και την υψηλή κατανάλωση και χαρακτηρίστηκαν επίσης από ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικών παροχών.
Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, η πραγματική αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού του Γάλλου εργάτη για παράδειγμα αυξήθηκε κατά 170% μεταξύ 1950 και 1975, ενώ η συνολική ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 174% την περίοδο 1950-74.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνιζε στο βιβλίο του ο Γάλλος καθηγητής, τόσο το γαλλικό βιοτικό επίπεδο όσο και το αντίστοιχο δυτικοευρωπαϊκό, αν και είχαν καταστραφεί από δύο παγκόσμιους πολέμους, γνώρισαν τέτοια ανάπτυξη που έγιναν τα υψηλότερα στον κόσμο.
Από τον Μαρξ στους... μικρομεσαίους
Με αφετηρία την εξέλιξη αυτή, οι πληθυσμοί διέψευσαν με πάταγο τις περί προλεταριοποίησής τους προβλέψεις του Καρλ Μαρξ και έγιναν οι πιο αστικοποιημένοι στον κόσμο.
Την ίδια περίοδο, η απόκτηση οικιακών αγαθών από τα νοικοκυριά γνώρισε ραγδαία άνοδο, με αποτέλεσμα, στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση στους 1.000 κατοίκους να αντιστοιχούν 600 αυτοκίνητα, 1.106 ψυγεία, 1.310 τηλεοράσεις και 1.200 κινητά τηλέφωνα! Για την ιστορία, υπογραμμίζουμε ότι στην Ανδόρα, στο Μονακό και στον Άγιο Μαρίνο, στους 1.000 κατοίκους αντιστοιχούν 1.060 αυτοκίνητα!
Στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», ο γνωστός σοσιαλιστής Γάλλος καθηγητής και οικονομολόγος Τομά Πικετί περιγράφει «Τα ένδοξα χρόνια» ως μια εξαιρετική περίοδο «catch up» μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Αναφέρει στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι η κανονική ανάπτυξη στις πλούσιες χώρες ήταν περίπου 1,5-2%, μεταξύ 1913 και 1950 και στη συνέχεια «έπιασε» ρυθμό ανάπτυξης 4% μεταξύ 1950 και 1970, μέχρι να εγκατασταθεί πίσω στο 1,5-2% από το 1975 και μετά.
Η σύνθεση καπιταλισμού-σοσιαλισμού
Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, διαμορφώθηκε μια ισχυρή συναίνεση όσον αφορά την προοδευτική Αριστερά, ότι δηλαδή μια μορφή σοσιαλισμού (κρατικός έλεγχος στους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου) ήταν αναπόφευκτη για όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
Διαψεύστηκε έτσι ακόμη και ο μεγάλος Γιόζεφ Σουμπέτερ, που θαύμαζε απορρίπτοντας το έργο του Μαρξ. Στο βιβλίο του, του 1942, «Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία» έγραφε ότι τελικά, παρά την οικονομική δυναμική του καπιταλισμού, ο σοσιαλισμός θα έβγαινε νικητής σε πολιτικό επίπεδο, επειδή η καταναλωτική κοινωνία θα υφίστατο πολιτιστική και ιδεολογική αυτοϋπονόμευση.
Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η σύμπλευση καπιταλιστικών αρχών με σοσιαλιστικές αντιλήψεις ενδυνάμωσε τη σοσιαλδημοκρατία, δικαίωσε τον μεγάλο θεωρητικό της Εδουάρδο Μπερνστάιν (1850-1932) και κατέληξε στα σημερινά «κράτη δικαίου». Στην ουσία, οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις του 20ού αιώνα κατέληξαν σε πολύ σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, που κατέρριψαν το μαρξιστικό σενάριο και τη λενινιστική εκδοχή του.
Η εξέλιξη της εργατικής τάξης
Τα τριάντα ένδοξα χρόνια, το πραγματικό βιοτικό επίπεδο της βιομηχανικής εργατικής τάξης συνέχισε να βελτιώνεται, σε σημείο που πολλοί εργάτες ή τα παιδιά τους μπόρεσαν να αναρριχηθούν στη μεσαία τάξη. Δεύτερον, το συγκριτικό μέγεθος της εργατικής τάξης σταμάτησε να αυξάνει, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν οι υπηρεσίες άρχισαν να εκτοπίζουν τη βιομηχανική παραγωγή, στις οικονομίες που ονομάστηκαν «μετα-βιομηχανικές».
Τέλος, μια καινούργια ομάδα φτωχών και μη προνομιούχων ανθρώπων αναδύθηκε κάτω από τη βιομηχανική εργατική τάξη. Πρόκειται για ένα ετερογενές μείγμα φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων, πρόσφατων μεταναστών και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι και οι ανάπηροι. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες, η παλιά εργατική τάξη είχε μετεξελιχθεί σε άλλη μια εγχώρια ομάδα συμφερόντων, που χρησιμοποιούσε την πολιτική ισχύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων για να προστατεύσει τα με σκληρό τρόπο αποκτημένα πλεονεκτήματα μιας παλαιότερης εποχής.
Η εργατική τάξη, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν το τρανό εκείνο λάβαρο, που έμελλε να κινητοποιήσει τους λαούς των προηγμένων βιομηχανικών χωρών στην πολιτική δράση. Η Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνής αφυπνίστηκε απότομα το 1914, όταν οι εργατικές τάξεις στην Ευρώπη αγνόησαν τις εκκλήσεις για ταξικό πόλεμο και συσπειρώθηκαν πίσω από αυτοκράτορες και εθνικιστές ηγέτες που κήρυσσαν εθνικιστικά συνθήματα και διέδιδαν ρατσιστικές θεωρίες.
Μεσαία τάξη: Η «ραχοκοκαλιά» και τα αδιέξοδά της
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις μέρες μας, η μεσαία τάξη αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των ανεπτυγμένων χωρών. Πλην όμως, η ραχοκοκαλιά αυτή έχει μπει από το 1990 και μετά σε μια νέα οικονομική και πολιτιστική φάση, οι συνθήκες της οποίας διαφέρουν αισθητά από τις αντίστοιχες των πρώτων βιομηχανικών περιόδων. Δημιουργούνται έτσι στους κόλπους της μεσαίας τάξης ενδοταξικές ανισότητες, οι οποίες πέρα από υλικές είναι και βαθύτατα ψυχολογικές και πολιτιστικές.
Δυστυχώς, δε, στις περισσότερες χώρες, οι πολιτικοί σχηματισμοί που συνέβαλαν στην περασμένη ευημερία, τα τριάντα ένδοξα χρόνια, δεν φρόντισαν να ανανεωθούν και αδυνατούν έτσι να προχωρήσουν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα άλλαζαν τα δυτικά παραγωγικά μοντέλα και τις διάφορες πτυχές της κοινωνικής προστασίας.
Ακόμα χειρότερα, μικρή προσοχή δίνουν σε καίρια δημογραφικά προβλήματα και σε νέους κοινωνικούς νεωτερισμούς. Στο μέτρο δε που το παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος τραβά την ανηφόρα, τα νέα για τις μεσαίες τάξεις του μέλλοντος δεν μπορούν να είναι αισιόδοξα.
Εκτός και αν...