Τις τελευταίες εβδομάδες, βιώνουμε μια περίοδο υψηλών τιμών στις χονδρεμπορικές αγορές ηλεκτρισμού πολλών χωρών της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής αγοράς. Η ελληνική κυβέρνηση ανησυχεί ότι η αύξηση των τιμών στη χονδρεμπορική κατά τη διάρκεια του Ιουλίου θα έχει ισχυρή αυξητική επίπτωση και στα τιμολόγια λιανικής τον Αύγουστο -κυρίως επειδή στην ελληνική αγορά κυριαρχούν τα πράσινα κυμαινόμενα τιμολόγια και όχι τα σταθερά τιμολόγια.
Αυτή η ανησυχία της πολιτικής ηγεσίας την οδήγησε στην προαναγγελία παρεμβάσεων στην αγορά. Μία από αυτές τις παρεμβάσεις αφορά την πρόθεση της κυβέρνησης να νομοθετήσει έναν μόνιμο μηχανισμό επιβολής πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά κάθε φορά που υπάρχει ενεργειακή κρίση, όπως αυτή θα ορίζεται με τα κριτήρια που θα θέσει όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά η Ελλάδα. Ας δούμε όμως τι προβλέπει σχετικά το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Στις 16 Ιουλίου 2024 τέθηκε σε ισχύ η αναθεωρημένη Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/944 καθώς και ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2019/943, και τα δύο κείμενα σχετίζονται με τις αγορές ηλεκτρισμού. Η αναθεώρηση της Οδηγίας δίνει τη δυνατότητα στις εθνικές κυβερνήσεις όταν υπάρχει ενεργειακή κρίση να ρυθμίζουν την τιμή στα τιμολόγια λιανικής των νοικοκυριών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Η αναθεωρημένη Οδηγία όμως δεν δίνει το δικαίωμα στις εθνικές κυβερνήσεις να επιβάλουν κάποιου είδους πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά στη διάρκεια μιας ενεργειακής κρίσης. Ακόμα λοιπόν και εάν ξεπεραστεί ο σκόπελος ότι η ενεργειακή κρίση (στην Ευρώπη ή μια περιοχή της Ευρώπης) κηρύσσεται, σύμφωνα με την Οδηγία, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και όχι από τις εθνικές κυβερνήσεις, παραμένει το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις που μπορεί να αποφασίσει μια εθνική κυβέρνηση αφορούν τη λιανική και όχι τη χονδρεμπορική αγορά.
Από την άλλη βέβαια είναι κατανοητή η επιθυμία της πολιτικής ηγεσίας να δώσει μια ασπίδα στους καταναλωτές σε περιόδους πολύ υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά. Αλλά αυτό, δηλαδή η επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική, μπορεί και πρέπει να γίνει με ορθολογικό τρόπο και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός (και όχι η Οδηγία…) 2019/943 δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να συμπληρώσουν τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρισμού δημιουργώντας μια νέα αγορά διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος που θα λειτουργεί παράλληλα με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που σήμερα έχουμε.
Σε αυτή τη νέα αγορά, ο Διαχειριστής Συστήματος (δηλ. ο ΑΔΜΗΕ) θα ζητάει να είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα επαρκής ποσότητα ηλεκτρικής ισχύος από μονάδες παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρισμού, έτσι ώστε να καλύπτει τις ημερήσιες διακυμάνσεις στην παραγωγή των ανανεώσιμων πηγών αλλά και να καλύπτει τις αιχμές στη ζήτηση το καλοκαίρι και τον χειμώνα.
Η αγορά θα λειτουργεί με ετήσιους διαγωνισμούς και όσες μονάδες κερδίζουν στους διαγωνισμούς θα εισπράττουν μια ετήσια αμοιβή για τη διαθέσιμη ισχύ για την οποία θα δεσμεύονται, αλλά ταυτόχρονα θα τους τίθεται και ένα πλαφόν στο έσοδο, που θα μπορούν να εισπράξουν για κάθε μεγαβατώρα ενέργειας που θα πωλούν στην αγορά ενέργειας.
Έτσι σε περιόδους υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αυτές οι μονάδες παραγωγής δεν θα μπορούν να εισπράξουν τις υψηλές τιμές, επομένως και οι εταιρείες προμήθειας δεν θα επιβαρύνονται με τις υψηλές τιμές της χονδρεμπορικής και άρα και οι λογαριασμοί ρεύματος των νοικοκυριών και επιχειρήσεων δεν θα επιβαρύνονται από τις υψηλές τιμές χονδρεμπορικής.
Είναι λοιπόν προφανές ότι εάν η κυβέρνηση επιθυμεί να υπάρχει ένα ουσιαστικό πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού -και μάλιστα όχι μόνο σε περιόδους ενεργειακής κρίσης-, αυτό μπορεί να γίνει και μάλιστα με τρόπο απολύτως ευθυγραμμισμένο με το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για αυτό και είναι στο χέρι της να βάλει τα γερά και υγιή θεμέλια, όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών και την ομαλή λειτουργία της αγοράς.
* Ο κ. Γ. Στάμτσης είναι Γενικός Διευθυντής στον Ελληνικό Σύνδεσμο Ανεξαρτήτων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ)