Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες στον κόσμο, με το ζόρι πλησιάζουν τις 44 και αν σε αυτές συνυπολογίσουμε και την αμφιταλαντευόμενη σήμερα Ινδία, αντιπροσωπεύουν το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στην αντίπερα όχθη, σε αυτήν του αυταρχισμού, καταμετρώνται 145 χώρες που συγκεντρώνουν περί τα 5,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Από αυτές, οι δύο υπερδυνάμεις του ολοκληρωτισμού (Κίνα και Ρωσία) παρέα με το Ισλάμ, αντιπροσωπεύουν 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Είναι πληθυσμιακά πανίσχυρες έτσι απέναντι στη δημοκρατία, η οποία ως εκ της φύσεως της, όχι μόνον έχει και πολυάριθμους εσωτερικούς εχθρούς, αλλά τους ενθαρρύνει κιόλας, στο όνομα του δημοκρατικού διαλόγου και της ελευθερίας της έκφρασης.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια του 20ου αιώνα και μετά δυο παγκόσμιους πολέμους, οι δυνάμεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας βγήκαν νικήτριες, σήμερα βρίσκονται εκ νέου σε κίνδυνο, γιατί είναι πολύ πιθανό η ιστορία να έπαψε να διδάσκει τους σημερινούς Ευρωπαίους.
Όλοι γνωρίζουμε ότι προς την άποψη αυτή, συνέκλιναν στοχαστές τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όσο οι Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ και Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω. Προς την ίδια κατεύθυνση εκινείτο και η σκέψη του Γάλλου Πώλ Βαλερύ, ο οποίος δεν φανταζόταν ότι η ιστορία μπορούσε να διδάξει κάτι. Έγραφε έτσι ότι «.....η Ιστορία είναι το πιο επικίνδυνο στοιχείο που παρήγαγε ποτέ η χημεία της ανθρώπινης διάνοιας. Οι ιδιότητές του, σε όλους γνωστές: κάνει τους λαούς να ονειρεύονται, τους οδηγεί σε παροξυσμό, πλάθει για χάρη τους ένα εξωραϊσμενο παρελθόν, οξύνει τα αντανακλαστικά τους, κρατά το απόστημα στις πληγές τους, διαταράσσει την ηρεμία τους, τους γεννά μεγαλομανία, αλλά και μιαν αίσθηση αέναης απειλής. Τα έθνη, βυθισμένα στη δυσαρέσκεια, τη μεγαλαυχία και τη ματαιοδοξία, γίνονται ανυπόφορα.....».
Σήμερα ειδικά, αυτά τα λόγια είναι και πάλι εξαιρετικά επίκαιρα. Ωστόσο, φρονώ πως η καταστροφική ιστορία οδήγησε πράγματι στην εξαγωγή διδαγμάτων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ότι η Ε.Ε. θα έπρεπε να θεωρείται αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διαδικασίας μάθησης.
Η Ιστορία και το ευρωπαϊκό όραμα
Το ερώτημα είναι τι διδάσκει σήμερα η Ιστορία, πώς και σε ποιους; Πριν κάποια χρόνια, όσοι είχαμε ακόμα και μικρή γεύση της οδυνηρής περιόδου 1914-1945 του 20ού αιώνα, λέγαμε ότι η φιλελεύθερη δημοκρατική Ευρώπη, προχωράει προς την ένωσή της. Σήμερα πια, τουλάχιστον όσοι δεν κλεινόμαστε στη φυλακή της πρωτοσέλιδης επικαιρότητας, προτιμώντας να βλέπουμε τις τάσεις που διαμορφώνουν το γίγνεσθαι, αντιλαμβανόμαστε ότι μια ισχυρή δύναμη εξωθεί την Ευρώπη προς την ένωσή της, πλην όμως είναι ασαφές σε ποιο όραμα αυτή η τελευταία υπακούει.
Για να κατανοήσουμε τη νέα κατάσταση, πρέπει να θυμηθούμε τις δυσκολίες στις όποιες αναφερόμασταν παλιά. Επρόκειτο για δυσκολίες εξωγενείς και ενδογενείς. Με δύο λόγια, είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε αφενός το φόβο των δύο υπερδυνάμεων για το μέλλον και το ρόλο μιας ενωμένης και ισχυρής Ευρώπης, αφετέρου τις οικονομικές κυρίως διαφορές των μελών της.
Οι οικονομικές διαφορές υποθέσαμε ότι μπορούν σύντομα να γεφυρωθούν από διάφορα προγράμματα, τα οποία ουσιαστικώς μετέφεραν μέρος των εισοδημάτων πού παρήγαγε ο ακαταπόνητος Βορράς προς τον Νότο της ραστώνης. Οι εξωγενείς αντιρρήσεις αντιμετωπίζονταν κυρίως δια του NATO, δηλαδή του μηχανισμού εξάρτησης της ευρωπαϊκής άμυνας από την αμερικανική, και από μιά «προοδευτική» στάση έναντι της Σοβιετικής Ρωσίας, δηλαδή από την ανοχή στη κομμουνιστική προπαγάνδα.
Μ' όλα ταύτα, υπήρχε ένα όραμα, και μάλιστα με εντυπωσιακά σαφές περίγραμμα. Η Ευρώπη δεν μπορούσε να επιστρέψει στις διαμάχες και τους πολέμους για εξουσία του παρελθόντος, παράλληλα όμως έπρεπε να αναπτυχθεί οικονομικά και κοινωνικά, διατηρώντας ηγετική θέση σε ένα νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Αν προσθέσουμε σε αυτά τη νωπή τότε ακόμη χιτλερική εμπειρία και τη συνακόλουθη διαίρεση της Γερμανίας, θα κατανοήσουμε γιατί το όραμα της ευρωπαϊκής ένωσης στήριζε την υλοποίησή του στην πολιτική του χριστιανοδημοκράτη Κόνραντ Αντενάουερ (επιβεβαιωμένη κατηγορηματικά από τον σοσιαλιστή Βάλτερ Σέελ), σύμφωνα με την οποία η Γαλλία θα ηγείται πολιτικά και πολιτιστικά της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ενώ η Γερμανία θα προηγείται στα οικονομικά και διοικητικά της πλαίσια. Η Βρετανία διατηρούσε ακόμη τότε την εντύπωση πώς η Βόρειος Αμερική είναι η πλάτη της και η Αυστραλία το υποπόδιόν της, έτσι ώστε η ευρωπαϊκή ένωση να της φαίνεται μια ουτοπία.
Ακαθόριστα σύνορα-σαφές πρόσωπο
Για τους οραματιστές της ενωμένης Ευρώπης από τον Δάντη έως τον Έλιοτ, όπως και για τους «Ιδρυτές Πατέρες» της Κοινότητας, η Ευρώπη είχε ίσως ακαθόριστα τελικά σύνορα, αλλά σαφές πρόσωπο: μιλούσαν για την ένωση μιας ομάδας κρατών με δημοκρατική παράδοση και φιλελεύθερη συνείδηση.
Πέρα από τις οικονομικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά αιτήματα, οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν αποφασισμένοι «.....να προσπαθήσουμε τουλάχιστο να διαφυλάξουμε μερικά από τα αγαθά εκείνα στα όποια είμαστε κοινοί θεματοφύλακες και αυτά είναι η κληρονομιά της Ελλάδας, της Ρώμης και του Ισραήλ και η ευρωπαϊκή κληρονομιά, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία δυό χιλιάδες χρόνια......», για να επαναλάβω τα λόγια του Τ.Σ. Έλιοτ.
Λόγια που σήμερα θα έπρεπε να αφυπνίσουν την Ευρώπη μπροστά στην επίθεση που δέχεται από τον ακραίο ισλαμοφασισμό και τη γελοία κουλτούρα της αφύπνισης (woke). Μια κουλτούρα κατασκευασμένη από απολιθώματα του σταλινισμού και ενός αρχαϊκού μαρξισμού, δυο αντιλήψεις που κατέρρευσαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Από τον Αριστοτέλη στον Τόμας Τζέφερσον
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, σίγουρα όμως διδάσκει. Την εποχή που στην Αμερική ο Τόμας Τζέφερσον και οι περί αυτόν, επεξεργάζονταν το αμερικανικό Σύνταγμα, ανέτρεξαν στην ιστορία για να αντλήσουν διδάγματα.
Θέλοντας να αποτρέψουν την πιθανή κατάρρευση της δημοκρατικής πολιτείας που είχαν οραματιστεί, μελέτησαν μέσω ποιας διαδρομής είχαν εκφυλιστεί οι αρχαίες δημοκρατίες με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε ολιγαρχίες ή αυτοκρατορίες.
Γνώριζαν ότι ο Αριστοτέλης είχε προειδοποιήσει πως οι ανισότητες επιφέρουν αστάθεια και ότι ο Πλάτων πίστευε πως οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται την ελευθερία του λόγου προκειμένου να εγκαταστήσουν την τυραννία τους.
Θεμελιώνοντας μια δημοκρατική πολιτεία πάνω στον νόμο και παγιώνοντας ένα σύστημα ελέγχου και ισορροπιών (checks and balances), οι Πατέρες της Αμερικής επιδίωξαν να βάλουν φραγμούς στο κακό, το οποίο οι ίδιοι, όπως και οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αποκαλούσαν τυραννία. Δεν τους διέφευγε η πιθανότητα του σφετερισμού της εξουσίας από ένα μόνο άτομο ή μια ομάδα, ή της καταστρατήγησης του νόμου από τους ηγέτες, προς ίδιον όφελος.
Υπό αυτή την έννοια, ο ελληνισμός σήμερα αποτελεί ισχυρή μορφή αντίστασης, στην πιο ύπουλη και παραμορφωτική επίθεση που δέχεται η ιστορία της δημοκρατίας από τους δυνητικούς σφαγείς της.