Όταν το 1988 ο Κινέζος πολιτικός επιστήμονας Wang Huning πήγαινε για ένα εξάμηνο στην Αμερική, μετά από πρόσκληση των αμερικανικών αρχών, δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος ποια θα μπορούσε να είναι η συνέχεια της καριέρας του.
Με την επιστροφή του στην Κίνα ο Wang Huning, έγινε γνωστός στους ακαδημαϊκούς κύκλους για τις αναλύσεις του πάνω στην αμερικανική κοινωνία και οικονομία, γεγονός που δεν άφησε αδιάφορες τις ελίτ του ΚΚ Κίνας. Σε κάποια φάση, έτσι, ο Κινέζος επιστήμονας έγινε μέλος του Κόμματος, εντάχθηκε στην ιδεολογική του ομάδα και σήμερα είναι ο ιδεολογικός σύμβουλος του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, υπεύθυνος προπαγάνδας του ΚΚ και μέλος της επταμελούς διοίκησής του.
Αν κρίνουμε δε από τις εργασίες του προεδρικού συμβούλου, αυτές καταλήγουν στη διαπίστωση ότι η Κίνα μπορεί να ξαναγίνει αυτοκρατορία στην πλάτη της Δύσης.
Όχι με άμεση πολεμική σύγκρουση όμως. Τουλάχιστον προς το παρόν. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τον Wang Huning, θα πρέπει εντέχνως να γίνουν προσπάθειες αποσύνδεσης της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης από τη δυτική. Με άλλα λόγια ο Κινέζος σύμβουλος πιστεύει στη σύγκρουση των πολιτισμών του Σάμιουελ Χάντινγκτον και θεωρεί ότι αυτή είναι επίκαιρη με δεδομένη, κατά την εκτίμησή του, την πνευματική παρακμή στην Αμερική και Ευρώπη, ιδιαίτερα δε σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά συνέπεια, η κινέζικη αντιπαράθεση με τη Δύση πρέπει μεταξύ άλλων να είναι τόσο πολιτισμική, όσο και ιδεολογική.
Δεν εκπλήσσει έτσι το γεγονός ότι στη σφαίρα των ιδεών, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος αποκηρύσσει όλο και πιο ηχηρά το δυτικό φιλελευθερισμό. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και οι συνεργάτες του επιχειρηματολογούν πως η μονοκομματική διακυβέρνηση λειτουργεί αποτελεσματικά για την Κίνα - και θα πρέπει να παραταθεί για πολύ καιρό στο μέλλον.
Κατά την εκτίμηση του Κινέζου συμβούλου, όπως αυτή διατυπώνεται στο βιβλίο του «Αμερική κατά Αμερικής», το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» όχι μόνον δεν υπάρχει πια στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά δεν έχει καμιά απήχηση και στον έξω κόσμο. Οι καταστροφικές ήττες της Αμερικής στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν και εν μέρει στο Ιράκ, δείχνουν ότι η υπερδύναμη δεν έχει καμία δυνατότητα να μεταφέρει εκτός Δύσης θεσμούς και αρχές άσχετες με πολιτισμικές καταβολές μη δυτικών κοινωνιών. Εσχάτως δε, μέσα στην ίδια την Αμερική, η διάδοση της περίφημης «ακυρωτικής κουλτούρας», στην ουσία αναιρεί την μέχρι σήμερα κυρίαρχη δυτική πολιτισμική παράδοση.
Όπως υποστηρίζει ο Wang Huning, το γεγονός ότι στα αμερικανικά πανεπιστήμια αμφισβητούνται φιλόσοφοι όπως οι Αριστοτέλης, Πλάτων, Σωκράτης, Μοντεσκιέ και άλλοι, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία να ενισχυθεί η τάση αυτή, ώστε να δημιουργηθούν πολιτιστικά ρήγματα στη Δύση, τα οποία θα αποδυναμώσουν την πνευματική και πολιτική δυναμική της και θα υπονομεύσουν τις περί κράτους δικαίου θέσεις της.
Στο επίπεδο αυτό, ο Wang Huning, δείχνει να συγκλίνει με θέσεις και απόψεις του Ρώσου συμβούλου του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, καθηγητή φιλοσοφίας Αλέξανδρου Ντούγκιν, που βλέπει να σημαίνει η ώρα του ευρασιατικού πολιτισμού.
«...Η Δύση είναι και θα παραμείνει για πολλά χρόνια ο ισχυρότερος πολιτισμός. Παρόλα αυτά, η δύναμή της σε σχέση με τους άλλους πολιτισμούς φθίνει. Καθώς η Δύση προσπαθεί να επιβεβαιώσει τις αξίες της και να προστατεύσει τα συμφέροντά της, οι μη δυτικές κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με ένα δίλημμα. Μερικές επιχειρούν να μιμηθούν τη Δύση και να συνταχθούν μαζί της· ενώ άλλες, κομφουκιανές και ισλαμικές κοινωνίες επιχειρούν να επεκτείνουν και την οικονομική και τη στρατιωτική τους δύναμη, για να αντισταθούν και να "εξισορροπήσουν” τη δύναμη της Δύσης. Συνεπώς, ο κεντρικός άξονας της μεταψυχροπολεμικής πολιτικής είναι η αλληλεπίδραση της δύναμης και της κουλτούρας της Δύσης με την κουλτούρα και τη δύναμη των μη δυτικών πολιτισμών...».
Αυτά έγραφε πριν τριάντα και πλέον χρόνια ο καθηγητής Σάμιουελ Χαντινγκτον (1927-2008) και κάποιοι τότε τον ειρωνεύονταν. Όχι όμως και οι Κινέζοι, οι οποίοι εκείνη την εποχή μέσω της παγκοσμιοποίησης επεδίωξαν να γίνουν οικονομική υπερδύναμη με το ανάλογο γεωπολιτικό βάρος. Μπορούμε να πούμε ότι σε κάποιο βαθμό το κατάφεραν χωρίς το πολιτικό κόστος που προεξοφλούσαν, δυτικοί παρατηρητές.
Σήμερα, λοιπόν, ως οικονομική υπερδύναμη, γιατί η Κίνα να μη θέλει να γίνει και αυτοκρατορία, παίρνοντας τη ρεβάνς της απέναντι στην Ιστορία;
Κι αυτό την ώρα που μια άλλη μεγάλη, δημοκρατική όμως χώρα, όπως η Ινδία, διεκδικεί και αυτή τη θέση της στην ιστορία; Αναπτύσσοντας, μάλιστα, φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που μόνον αν καταστραφεί, η Ασία θα έχει λόγο.
Ας μη ξεχνάμε ότι αυτή τη ζοφερή άποψη για τη νέα εποχή στην παγκόσμια πολιτική εξέφρασε εύγλωττα ο Βενετσιάνος εθνικιστής και δημαγωγός στο μυθιστόρημα του Μάικλ Ντίμπντιν “Η Νεκρή Λίμνη” (Dead Lagoon):
«Δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αληθινοί φίλοι χωρίς αληθινούς εχθρούς. Αν δεν μισούμε αυτό που δεν είμαστε, δεν θα μπορέσουμε να αγαπήσουμε αυτό που είμαστε. Αυτές είναι οι παλιές αλήθειες, που επώδυνα ανακαλύπτουμε εκ νέου μετά από έναν αιώνα συναισθηματικής υποκρισίας. Αυτοί που τις αρνούνται, αρνούνται την οικογένεια τους, την κληρονομιά τους, την κουλτούρα τους, τα αναφαίρετα δικαιώματά τους, τελικά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δεν θα τους συγχωρέσουμε εύκολα».
Δυστυχώς, οι πολιτικοί και οι μελετητές δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτή την αλήθεια που περικλείουν αυτές οι παλιές παραδοχές. Οι λαοί που αναζητούν ταυτότητα και ανακαλύπτουν εκ νέου την εθνικότητα τους, χρειάζονται εχθρούς· και η δυνητικά πιο επικίνδυνη εχθρότητα αναπτύσσεται κατά μήκος της "συνοριακής γραμμής" μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτισμών του κόσμου.