Ο παγκόσμιος πληθυσμός προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2 δισεκατομμύρια έως το 2050, σύμφωνα με τη «Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Για να ικανοποιηθούν οι επισιτιστικές ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού έχει υπολογισθεί πως θα πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή τροφής κατά 60-70%, καθώς υπάρχουν και αναμένονται νέες απώλειες στην παραγωγική αλυσίδα τροφίμων.
Στην ανωτέρω πρόβλεψη εμπεριέχονται ορισμένες βασικές ανησυχίες, όπως για παράδειγμα ότι ο απαραίτητος καλλιεργήσιμος εδαφικός χώρος δεν θα είναι επαρκής για να καλύψει τις αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες.
Επιπλέον, η επίπτωση της αυξημένης παραγωγής τροφίμων θα έχει περιβαλλοντικό αντίκτυπο, λόγω της εκτεταμένης χρήσης φυτοφαρμάκων και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η ανάπτυξη λύσεων για την αύξηση της αποδοτικότητας των πόρων εντός της αλυσίδας αξίας των τροφίμων είναι, επομένως, ζωτικής σημασίας.
Η «κάθετη καλλιέργεια» (vertical farming) έχει εμφανιστεί ως ένα εναλλακτικό σύστημα καλλιέργειας το οποίο μειώνει την απαιτούμενη επιφάνεια γης κατά 60%, αυξάνει την απόδοση της συγκομιδής από 40% έως 100% και μειώνει τη χρήση πόρων και φυτοφαρμάκων σε σχέση με τα παραδοσιακά συστήματα καλλιέργειας (χωράφια και θερμοκήπια).
Μονάδες κάθετης καλλιέργειας έχουν αρχίσει εδώ και πέντε χρόνια να εμφανίζονται στην Ευρώπη και κυρίως στη Δανία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της «Nordic Harvest», μίας εταιρίας με έδρα την Κοπεγχάγη, η οποία αποτελεί μέχρι στιγμής τη μεγαλύτερη μονάδα κάθετης καλλιέργειας στην Ευρώπη.
Χρησιμοποιώντας προηγμένη τεχνολογία, ρομποτικά συστήματα και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η «Nordic Harvest» παράγει 250 τόνους κηπευτικών ετησίως, αξιοποιώντας έκταση 6,700m2 και βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης αύξησης της παραγωγής της σε 1,000 τόνους το χρόνο.
Μία ακόμη αξιοπρόσεχτη εταιρεία είναι η «iFarm», η οποία εδρεύει στη Φινλανδία. Η «iFarm» είναι μία εταιρεία τεχνολογίας, η οποία διαθέτει τεχνογνωσία στον τομέα της κάθετης καλλιέργειας και αναλαμβάνει το σχεδιασμό έργων, την επιλογή και τοποθέτηση του κατάλληλου λογισμικού, εξοπλισμού και συστημάτων αυτοματισμού, την αγροτεχνολογία (συνταγές και φόρμουλες), την πλήρη εγκατάσταση της μονάδας, καθώς και τη μετέπειτα τεχνική υποστήριξη.
Η «iFarm» έχει εγκαταστήσει μέχρι στιγμής μονάδες σε 13,087m2 σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή, ενώ οι πελάτες της παράγουν συνολικά 127 τόνους κηπευτικών το μήνα.
Πλεονεκτήματα και εμπόδια
Ωστόσο, η αποδοτικότητα της επένδυσης στη δημιουργία μιας μονάδας κάθετης καλλιέργειας σε σχέση με το κόστος (cost effectiveness), η δυνατότητα κλιμάκωσης (scalability) και ο αντίκτυπος στη βιωσιμότητα, εξακολουθούν προς το παρόν να μην είναι πλήρως καθορισμένοι παράγοντες. Τα υφιστάμενα συστήματα κάθετης καλλιέργειας αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια εισόδου στην αγορά παραγωγής τροφίμων, όπως είναι το κόστος εκκίνησης, η κατάλληλη τοποθεσία και τα logistics.
Εστιάζοντας αρχικά στα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας μεθόδου, διακρίνουμε πρωτίστως την αποδοτικότητα του χώρου. Ο διαθέσιμος χώρος αξιοποιείται στο μέγιστο μέσω της κάθετης φύτευσης, το οποίο είναι εξαιρετικό πλεονέκτημα σε αστικά κέντρα, όπου η διαθέσιμη έκταση για καλλιέργεια είναι σπάνια και περιορισμένη.
Οι μονάδες κάθετης καλλιέργειας παρέχουν μια σταθερή και αξιόπιστη λύση στην παραγωγή φρέσκων προϊόντων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, χωρίς αυτή να επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την κάλυψη των αναγκών της αγοράς και τη διατήρηση σταθερού εφοδιασμού της αγοράς με φρέσκα νωπά προϊόντα.
Το ελεγχόμενο περιβάλλον στις κάθετες καλλιέργειες επιτρέπει τον ακριβή έλεγχο παραμέτρων όπως ο φωτισμός, η θερμοκρασία και το επίπεδο θρεπτικών συστατικών στις καλλιέργειες, με αποτέλεσμα την ενισχυμένη ποιότητα σοδειάς και την υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας.
Επιπρόσθετα, οι κάθετες καλλιέργειες ενισχύουν τη διαμόρφωση τοπικών και ευέλικτων μικρο-εφοδιαστικών αλυσίδων (micro supply chains), καθώς δύναται να εγκατασταθούν σε διαφορετικά κατά τόπους σημεία, όπως στον αστικό ιστό, επιτρέποντας την τοπική παραγωγή πιο κοντά στους καταναλωτές (downstream). Ως εκ τούτου, ελαχιστοποιείται η ανάγκη κάλυψης μεγάλων αποστάσεων για να εξυπηρετηθούν τα τελικά σημεία πώλησης, μειώνεται σημαντικά το μεταφορικό κόστος, βελτιώνεται ο χρόνος παράδοσης στον πελάτη, ενώ ενισχύεται και η ποιότητα του προϊόντος, καθώς παραδίδεται εντός ωρών στον τελικό αποδέκτη.
Ωστόσο, όπως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, έτσι και η συγκεκριμένη μέθοδος καλλιέργειας διαθέτει και κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά. Αρχικά, το κόστος εκκίνησης είναι μέχρι στιγμής υψηλό, καθώς η δημιουργία μιας τέτοιας εγκατάστασης απαιτεί σημαντική επένδυση σε τεχνολογία, υποδομή και εξειδικευμένο εξοπλισμό.
Παράλληλα, βασίζεται σε προηγμένες τεχνολογικές μεθόδους, όπως η υδροπονία και η αεροπονία, μέθοδοι οι οποίες απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Εξετάζοντας τον παράγοντα της ενέργειας, η κάθετη καλλιέργεια απαιτεί τεχνητό φωτισμό και συστήματα ελέγχου των κλιματικών συνθηκών, οδηγώντας σε υψηλότερη κατανάλωση ενέργειας και κατά συνέπεια αυξημένο λειτουργικό κόστος. Ωστόσο, το λειτουργικό κόστος είναι αρκετά μειωμένο σε σχέση με τις παραδοσιακές καλλιέργειες.
Τέλος, ο περιορισμός του χώρου είναι ένας παράγοντας προς επεξεργασία, ειδικά στα αστικά κέντρα. Η κάθετη καλλιέργεια εκμεταλλεύεται το ύψος του εκάστοτε χώρου, όμως λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου εμβαδού (πάτωμα) προκύπτουν μεγαλύτεροι χωροταξικοί περιορισμοί στην παραγωγική δυνατότητα.
Επομένως, πώς θα μπορούσαν οι παραγωγοί να εκμεταλλευτούν την κάθετη καλλιέργεια προς όφελός τους;
Οι παραγωγοί, εγκαθιστώντας μονάδες κάθετης καλλιέργειας σε διάφορα σημεία στον αστικό ιστό και όχι μόνο, βελτιώνουν το χρόνο διανομής των προϊόντων και το βαθμό εξυπηρέτησης του πελάτη, ενώ αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία σε διαφορετικά κανάλια διανομής, αυξάνοντας παράλληλα και τα σημεία εξυπηρέτησης.
Για παράδειγμα, οι παραγγελίες θα μπορούν να εξυπηρετούνται πλέον και μέσω διαφορετικών ηλεκτρονικών εφαρμογών εταιρειών ταχυμεταφορών & delivery, βοηθώντας τους παραγωγούς να έχουν καλύτερο έλεγχο στα έξοδά τους, ενώ έτσι θα δίνεται και η δυνατότητα εξυπηρέτησης περισσότερων τελικών σημείων.
Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει αφενός για τους παραγωγούς που διαθέτουν ήδη την υποδομή με υφιστάμενο δίκτυο, αφετέρου για τον τελικό καταναλωτή/πελάτη (π.χ. μανάβικα, mini market) ο οποίος θα είχε τη δυνατότητα να αγοράσει απευθείας από τη μονάδα κάθετης καλλιέργειας.
Επιπρόσθετα, οι εγκαταστάσεις μονάδων κάθετης καλλιέργειας έχουν ως αποτέλεσμα το μειωμένο κόστος προσωπικού, καθώς δεν απαιτείται πλέον συλλογή απ’ το χωράφι, ενώ παράλληλα ελαχιστοποιείται η ανάγκη διαλογής των προϊόντων καθώς είναι πλέον καλύτερα ελεγχόμενη η ποιότητά τους.
Μέσω της ενίσχυσης της έρευνας και ανάπτυξης (R&D), οι παραγωγοί αποκτούν τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων ειδών, νέων ποικιλιών, ενισχύοντας έτσι το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στην αγορά.
Συμπερασματικά, η κάθετη καλλιέργεια προβλέπεται να προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα στους παραγωγούς, ενισχύοντας τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων μέχρι την αποτελεσματική ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς. Ενσωματώνοντας την κάθετη καλλιέργεια στη στρατηγική τους, οι παραγωγοί συμβάλουν καθοριστικά στην κυκλική οικονομία και βιωσιμότητα, ενώ παράλληλα ενδυναμώνουν τη θέση τους στον εξελισσόμενο κόσμο του αγροτικού τομέα.
Παράλληλα, αποκτούν τη δυνατότητα καλύτερου ελέγχου του μεταφορικού κόστους και ευρύτερα των logistics, βελτιώνοντας το επίπεδο εξυπηρέτησης του πελάτη και διαμορφώνοντας μια αποδοτικότερη, πελατοκεντρική και πιο ευέλικτη εφοδιαστική αλυσίδα.
* Κρίστη Κούνουπα είναι Supervising Senior Advisor, Consulting, KPMG στην Ελλάδα