Ενώ οι εκπρόσωποι της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με κάποιες εξαιρέσεις, στωικά δέχονται τα ξόρκια περί αισχροκέρδειας και επιλεγμένα πρόστιμα, που μόνο θέαμα προσφέρουν, η παραγωγική Ελλάδα, ως συνήθως πλέον, βρίσκεται από πλευράς παραγωγικότητας στο ναδίρ.
Την ίδια στιγμή, 4 εκατομμύρια Έλληνες είναι υπερχρεωμένοι, κάπου 900.000 έχουν κατασχεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς και το συνολικό ιδιωτικό χρέος δεν απέχει πολύ από τα 300 δισ. ευρώ.
Κατά κεφαλήν είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο.
Επίσης, 700.000 ακίνητα βρίσκονται εκτός κτηματαγοράς, δηλαδή ούτε πωλούνται ούτε ενοικιάζονται, και ενώ η κυβέρνηση ασχολείται με την «αισχροκέρδεια» στις γομολάστιχες και στο ελαιόλαδο, το κόστος κατοικίας για ένα νοικοκυριό τα δύο τελευταία χρόνια, από το 22% του προϋπολογισμού ενός νοικοκυριού 3 ατόμων, απορροφά περίπου το 36% και οδεύει προς το 45%!
Με βάση έτσι τα εισοδηματικά δεδομένα στη χώρα, συμπεριλαμβανόμενης και της παραοικονομίας, ένα νοικοκυριό 140 ημέρες τον χρόνο πρέπει να μπορεί να ζει με δανεικά, ενώ κάθε εργαζόμενος 120 ημέρες εργάζεται για την ΑΑΔΕ.
Αν σε αυτό το «λαμπρό» τοπίο προσθέσουμε και το δημόσιο χρέος, που και αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο του ΑΕΠ, τότε υπό ομαλές συνθήκες, τρεις με τέσσερις γενιές Ελλήνων θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με την αποπληρωμή δανεικών.
Η προοπτική αυτή, η οποία κάθε άλλο παρά αποκύημα νοσηρής φαντασίας είναι, προϋποθέτει για την αντιμετώπισή της, την ύπαρξη υψηλής παραγωγικότητας, σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα και ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πάνω από 3,5% τον χρόνο. Διαφορετικά, σε λίγα χρόνια θα μιλάμε πάλι για νέου τύπου μνημόνια.
Πώς μπορεί όμως να συμβεί αυτό, όταν ο βαθμός αυτάρκειας της χώρας δεν ξεπερνά το 20% και η κατανάλωση συμμετέχει με ποσοστό σχεδόν 75% στον σχηματισμό του ΑΕΠ; Τα ποσοστά αυτά σημαίνουν ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, είναι κυρίως εισαγόμενος. Αφορά τόσο στα καταναλωτικά αγαθά όσο, επίσης, στα ενδιάμεσα και στα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εισροές για την ελληνική παραγωγή.
Το πληθωριστικό φαινόμενο θα μπορούσε να ιδωθεί ως επιδείνωση των εξωτερικών όρων εμπορίου της ελληνικής οικονομίας, με την έννοια ότι είναι υποχρεωμένη να πληρώνει περισσότερα στο εξωτερικό για να αγοράζει τα ίδια ή, εναλλακτικά, να πληρώνει τα ίδια για να αγοράζει λιγότερα. Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του φαινομένου.
Υπάρχει και μία άλλη, η οποία είναι πιο σημαντική από πλευράς δυνατοτήτων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Ότι, δηλαδή, η επιδείνωση των όρων εμπορίου και ο εισαγόμενος πληθωρισμός λειτουργούν, στην πράξη, όπως λειτουργούσε η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην εποχή της δραχμής.
Γνωρίζουμε ότι η νομισματική υποτίμηση ήταν μία σχετικά οδυνηρή αλλά, ταυτόχρονα, ωφέλιμη και, συχνά, αναγκαία πράξη: προσέφερε τη δυνατότητα να γίνει η χώρα περισσότερο ανταγωνιστική, τουλάχιστον βραχυχρονίως, και να ισορροπήσει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών κάνοντας πιο ακριβές τις εισαγωγές και πιο φθηνές, άρα και πιο ανταγωνιστικές, τις εξαγωγές. Με την έννοια αυτή, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν μία διέξοδος ασφαλείας, την οποία η ελληνική οικονομία έχει απολέσει με τη συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (αποκτώντας, βεβαίως, κάποια άλλα πλεονεκτήματα).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, του διεθνούς και εισαγόμενου στην Ελλάδα πληθωρισμού, υπάρχουν δυνατότητες αυτός να λειτουργήσει ως μία οιονεί μορφή νομισματικής υποτίμησης, η οποία θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας στη μείωση της ανεργίας και προσφέροντας χρόνο για την υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών.
Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι στον εισαγόμενο πληθωρισμό να μην προστεθεί και εγχώριος πληθωρισμός ή, επειδή κάτι τέτοιο είναι σε ένα βαθμό αναπόφευκτο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξής: ο πληθωρισμός στην ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και, κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε τη δημιουργία της γνωστής πληθωριστικής σπείρας κόστους-τιμών. Αποφεύγοντας κάτι τέτοιο θα επιτρέψουμε σε όλους τους κλάδους της εγχώριας οικονομίας, που είτε απευθύνονται στη διεθνή αγορά είτε αντιμετωπίζουν ξένους ανταγωνιστές στην εσωτερική αγορά, να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και, μέσω αυτών, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Επιπρόσθετα, καθώς η ελληνική οικονομία σταδιακά επανέρχεται στο προ πανδημίας επίπεδο λειτουργίας της, μπορούμε με τον τρόπο αυτό να επιτύχουμε έναν ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μεγαλύτερο από το επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, πράγμα που θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.
Ίσως κάποιος ισχυριστεί ότι η πολιτική «εγχώριου αντιπληθωρισμού» την οποία προτείνουμε δεν επιτρέπει να προστατευτεί το επίπεδο εισοδήματος των πολιτών από τον πληθωρισμό.
Η άποψη αυτή, όμως, είναι αβάσιμη. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος και καμία δυνατότητα πλήρους προστασίας των πολιτών μίας μικρής ανοικτής οικονομίας από τον (εισαγόμενο) παγκόσμιο πληθωρισμό. Κάθε προσπάθεια «ενίσχυσης» του εισοδήματός τους για αντιστάθμιση του πληθωρισμού είναι έωλη καθώς δημιουργεί τη φαύλη διαδικασία της πληθωριστικής σπείρας που, τελικά, το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει την παραγωγική οικονομία.
Επιπλέον, πιστεύουμε πως σημαντικότερη από τη διατήρηση σταθερού επιπέδου εισοδήματος όσων έχουν εργασία είναι η διασφάλιση της εργασίας τους καθαυτής, ενώ για όσους δεν έχουν εργασία είναι η εξασφάλιση πραγματικού εισοδήματος -δηλαδή, εργασίας. Και αυτό μπορεί να το επιτρέψει μόνο ο κατάλληλος χειρισμός της οιονεί υποτίμησης που συνεπάγεται η ύπαρξη του εισαγόμενου διεθνούς πληθωρισμού.
Η αντιμετώπιση αυτού του τελευταίου μπορεί να γίνει μέσω της αποκαλούμενης «δημοσιονομικής υποτίμησης» αλλά με παράλληλη άνοδο της παραγωγικότητας.
«... Πραγματικά υπεύθυνη και φιλολαϊκή πολιτική, σήμερα, είναι μόνο εκείνη που μπορεί να επωφεληθεί από την ευκαιρία που προσφέρει ο εισαγόμενος πληθωρισμός για να κάνει την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική διεθνώς και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για εκείνους που δεν έχουν...», υποστηρίζει ο πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κων. Γάτσιος και κατά τη γνώμη μας δεν κάνει λάθος.