Στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουλίου στην ιστοσελίδα Euro2day.gr με τίτλο «πώς θα κερδίσουμε τον πόλεμο με τη φοροδιαφυγή», ο καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Μπιτζένης Αριστείδης, καθώς και ο Διδάκτορας του ίδιου τμήματος Μητράκος Παναγιώτης, είχαν προβεί σε μία σειρά προτάσεων, σε μια δέσμη μέτρων η οποία θα μπορούσε να μειώσει αισθητά την φοροδιαφυγή και να απελευθερώσει πόρους και έμψυχο δυναμικό για τη δυνατότητα ελέγχων μεσαίων, μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων.
Στο εν λόγω άρθρο μεταξύ των προτάσεων καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης ήταν και η «Επαναφορά αντικειμενικών κριτηρίων προσδιορισμού ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος για όσους ασκούν εμπορική δραστηριότητα καθώς και για τους ελεύθερους επαγγελματίες»
Εκεί αναφερθήκαμε σε ένα μέτρο το οποίο είναι πιθανό να προκαλέσει μεγάλες διαμαρτυρίες στους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά την ίδια στιγμή πολλοί μισθωτοί που πληρώνουν συγκριτικά μεγαλύτερους φόρους δηλώνοντας υψηλότερο πραγματικό εισόδημα, θα το κρίνουν ως εύλογο και θα το επικροτήσουν.
Η συγκεκριμένη φορολογική διαδικασία είχε λειτουργήσει κατά τα έτη 1990-1995. Η ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου δικαιώνει τους αρθρογράφους, καθώς μία από τις προτάσεις της διδακτορικής διατριβής η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2023, αφορούσε σε αυτό ακριβώς το μέτρο.
Τα αντικειμενικά κριτήρια, είχαμε γράψει, θα πρέπει να αφορούν σε προσδιορισμό εμπορικής αξίας επαγγελματικής στέγης, συνολικό εμβαδόν καταστήματος, ύπαρξη ενός ή περισσότερων υποκαταστημάτων- αποθηκών, αριθμός προσωπικού στην επιχείρηση. Θα υπάρξει ένα ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα το οποίο ουσιαστικά θα είναι η αμοιβή του εμπόρου ή του ελεύθερου επαγγελματία και από εκεί και πέρα, αυτό το εισόδημα θα προσαυξάνεται με βάση ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια.
Ειδικότερα, αναφορικά με τα ελεύθερα επαγγέλματα θα πρέπει να υπάρχει η επαναφορά τεκμηρίων με βάση τις σπουδές των επαγγελματιών, τα έτη εργασίας και το ύψος των αντικειμενικών αξιών των γραφείων που χρησιμοποιούνται ως έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησής τους.
Εάν οι επιχειρήσεις δηλώνουν υψηλότερο εισόδημα από το ελάχιστο φορολογητέο όπως αυτό θα έχει υπολογιστεί με βάση τα παραπάνω κριτήρια, φυσικά θα φορολογούνται με το υψηλότερο δηλωθέν εισόδημα, διαφορετικά θα φορολογούνται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια. Η ύπαρξη υψηλότερου εισοδήματος με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια θα πρέπει να επηρεάζει και τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας που θα πρέπει να καταβάλλεται μετά τον υπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος.
Όπως είναι φυσικό για λόγους δικαιοσύνης, το εν λόγω σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων προσδιορισμού ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τα πρώτα τρία χρόνια για τους ελεύθερους επαγγελματίες ή και ενδεχομένως πέντε χρόνια για όσους ασκούν εμπορική δραστηριότητα, δεδομένου ότι οι νέοι επαγγελματίες είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσουν ικανό πελατολόγιο και φήμη και ως εκ τούτου είναι δυνατό κατά τα πρώτα χρόνια να εμφανίζουν ακόμη και ζημιές. Επιπρόσθετα οι νεοφυείς επιχειρήσεις θα έχουν κάνει επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό, οι οποίες αποσβένονται σε περισσότερα του ενός έτους.
Πάντως τα συγκεκριμένα τεκμήρια ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος θα πρέπει να είναι μαχητά από την πλευρά των επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, εφόσον αποδείξουν ότι πράγματι δεν είχαν τη δυνατότητα να βγάλουν το συγκεκριμένο κέρδος ή είχαν ακόμα και ζημιές, με την προϋπόθεση πλήρους αιτιολόγησής τους.
Το βάρος απόδειξης θα το έχει ο ίδιος ο φορολογούμενος. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει οι φορολογικές αρχές να προβαίνουν σε τακτικό έλεγχο της επιχείρησης, εφαρμόζοντας όλες τις μεθόδους που προβλέπει ο κώδικας φορολογικής διαδικασίας (άνοιγμα τραπεζικών συναλλαγών, τεκμήρια ιδιωτικής φύσης, ύποπτες μεταβιβάσεις ακινήτων σε συγγενικά πρόσωπα ή τρίτους, εξαντλητικός έλεγχος παραστατικών εσόδων και εξόδων κ.λπ.).
Με αυτό τον τρόπο θα επέλθει μία κατάσταση όπου όλες οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν φόρο σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια. Το γεγονός αυτό δεν θα τους απαλλάσσει από έλεγχο που μπορεί να γίνει στο μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση θα προσδώσει μια μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην ανακατανομή της πληρωμής φόρου από εμπορική δραστηριότητα και ελεύθερους επαγγελματίες, γεγονός που έως τώρα δείχνει ότι οι δηλώσεις αυτών των ομάδων εργαζομένων κινούνταν σε πολύ χαμηλό δηλωθέν εισόδημα, το οποίο κατά μέσο όρο είναι πολύ λιγότερο από αυτά που δηλώνουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, τα εισοδήματα αυτά βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, κάτι που δεν αντιστοιχεί συνήθως στην πραγματική κατάσταση αυτών των επιχειρήσεων.
Αυτή η αλλαγή καθεστώτος με βάση ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια εισοδήματος, θα επιφέρει και μία αύξηση στα δημόσια έσοδα σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Με βάση όλα τα παραπάνω, το μεγάλο ποσοστό της φοροδιαφυγής το οποίο υπάρχει στους αυτοαπασχολούμενους και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, θα μειωθεί μέσω της δήλωσης ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος. Και όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αν υπάρχει ένα πολύ μικρό ποσοστό φορολογούμενων που θεωρούν ότι αδικούνται, θα έχουν τη δυνατότητα προσφυγής στις φορολογικές αρχές.
Η ψήφιση του νομοσχεδίου δικαίωσε τις προτάσεις στις οποίες καταλήγει η διδακτορική διατριβή του κ. Μητράκου Παναγιώτη, χωρίς βέβαια να συμφωνεί απόλυτα με τα συγκεκριμένα μέτρα, αλλά ουσιαστικά να προτείνει την εφαρμογή Ελάχιστου Φορολογητέου Εισοδήματος με κάποιες διαφοροποιήσεις. Στο παρόν άρθρο θα θέλαμε να ασκήσουμε κριτική σε ορισμένα σημεία του, αλλά και να αποδείξουμε ότι σε γενικές γραμμές κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, καθώς και τους λόγους που συμβαίνει αυτό.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν διαμαρτυρίες τόσο από την πλευρά των ατομικών επιχειρήσεων και ελευθέριων επαγγελμάτων όσο και από την πλευρά της αντιπολίτευσης η οποία κάνει λόγο για οριζόντια μέτρα, καθώς επίσης και για φορομπηχτική πολιτική της κυβέρνησης. Καταρχάς η κυβέρνηση δεν αύξησε κανέναν φόρο και μάλιστα προέβη στη μείωση του τέλους επιτηδεύματος, με απώτερο σκοπό την ολοσχερή κατάργηση του εν λόγω φόρου.
Επιπρόσθετα, αυτό το οποίο διαφεύγει από την αντιπολίτευση όταν κάνει λόγο για οριζόντια μέτρα και για υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, είναι το γεγονός ότι η χώρα μας εκ των πραγμάτων έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ελεύθερων επαγγελματιών και ατομικών επιχειρήσεων σε όλη την Ευρώπη, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις χώρες του Ο.Α.Σ.Α. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 30% περίπου επί του συνόλου των επιχειρήσεων, τη στιγμή που σε ορισμένες χώρες αυτού του είδους οι επιχειρήσεις δεν υπερβαίνουν διψήφιο ποσοστό επί του συνόλου των επιχειρήσεων.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει τεράστιο συναλλακτικό κόστος από την πλευρά των φορολογικών αρχών, όπου καλούνται να ελέγξουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ως εκ τούτου θα έπρεπε να έχουν γίνει προσλήψεις στον φορολογικό έλεγχο σε πολύ μεγάλο αριθμό, πράγμα που θα επιφέρει μία τεράστια δημοσιονομική δαπάνη, με αμφίβολο αποτέλεσμα αναφορικά με το σύνολο των φορολογικών εσόδων που θα εισέπραττε από τους φορολογούμενους. Λ.χ. εάν ένας ελεγκτής απασχολείται μερικές εργατοώρες για τον έλεγχο μιας μικρής επιχείρησης, αυτό δεν είναι παραγωγικό από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης και σε πολλές περιπτώσεις, ο έλεγχος δεν μπορεί να επιφέρει ανάλογα αποτελέσματα στις περιπτώσεις εντοπισμού απόκρυψης φορολογητέας ύλης και επιβολής προστίμου.
Τα θετικά σημεία του νέου φορολογικού νομοσχεδίου:
- Αποκαθίσταται κατά ένα μέρος η φορολογική δικαιοσύνη, χωρίς να απαιτηθεί να σπαταληθεί χρόνος και χρήμα για φορολογικούς ελέγχους που δεν θα αποφέρουν τα απαιτούμενα αποτελέσματα.
- Οι ελεύθεροι επαγγελματίες καθώς και οι ατομικές επιχειρήσεις μπορούν να αμφισβητήσουν το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα και να ζητήσουν εξαίρεση υπό την προϋπόθεση να τους γίνει φορολογικός έλεγχος. Μία επιχείρηση η οποία δεν έχει να κρύψει τίποτα δεν έχει κανέναν λόγο να φοβάται τους φορολογικούς ελέγχους, θα προβεί στην συγκεκριμένη αίτηση θεωρώντας ότι το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα, είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό της εισόδημα. Επιπρόσθετα το τεκμήριο είναι μαχητό κάτι το οποίο συμβαίνει άλλωστε και στα τεκμήρια διαβίωσης.
- Γίνεται δικαιότερη η απονομή των κοινωνικών επιδομάτων σε αυτούς που πραγματικά τα έχουν ανάγκη (λ.χ επιδόματα τέκνων, στέγασης, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα). Η ένταξη φορολογούμενων που ασκούσαν εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα σε αυτή την κατηγορία με ταυτόχρονη φοροδιαφυγή, δημιουργούσε μία τεράστια αδικία ειδικότερα στα άτομα που δικαιούνταν αυτά τα επιδόματα και δεν τα έπαιρναν εξαιτίας του υψηλότερου εισοδήματος που δήλωναν από μισθωτές υπηρεσίες, τα οποία κατέληγαν σε φορολογούμενους με πολύ υψηλότερα πραγματικά εισοδήματα (τα οποία δεν δηλώνονταν στις φορολογικές αρχές). Το ποσό που θα κερδίσει το κράτος από την αποκατάσταση αυτής της αδικίας υπολογίζεται περίπου σε 100 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η διάθεση αυτών των χρημάτων θα αυξήσει τα επιδόματα αυτών που τα δικαιούνται πραγματικά.
- Αποφεύγονται οι επαφές μεταξύ φορολογούμενων και δημοσίων λειτουργών που ασκούν φορολογικούς ελέγχους, γεγονός που μειώνει τις περιπτώσεις διαφθοράς, παθητικής και ενεργητικής, κάτι το οποίο δεν πρέπει να θεωρήσουμε αμελητέο. Πέραν από τους παγκόσμιους δείκτες διαφθοράς που κατατάσσουν την χώρα μας σε αρκετά χαμηλές θέσεις, είναι ευρέως γνωστό ότι σε κάθε συναλλαγή μεταξύ Έλληνα πολίτη και δημόσιο λειτουργό ελλοχεύει ο κίνδυνος της διαφθοράς. Θα λέγαμε ότι είναι μία ακόμα παθογένεια της Ελληνικής Κοινωνίας, η οποία πάει πακέτο με την χαμηλή φορολογική συμμόρφωση των Ελλήνων Πολιτών.
- Πέμπτο και σημαντικότερο είναι ότι αποδεσμεύονται οι ελεγκτές από ένα πολύ μεγάλο φόρτο ελέγχου μικρομεσαίων επιχειρήσεων και καλούνται να ασχοληθούν με τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, εκεί όπου πραγματικά οι παραβάσεις, εφόσον βρεθούν, επισύρουν πολύ μεγαλύτερες ποινές, εφόσον μιλάμε για επιχειρήσεις με πολύ υψηλούς τζίρους και προσωπικό οι οποίες θα αποτελέσουν τον κύριο στόχο του φορολογικού μηχανισμού.
- Το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δηλώνουν ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα δεν τις απαλλάσσει από μελλοντικούς ελέγχους αλλά δημιουργεί αφενός μία προσπάθεια προσέγγισης του πραγματικού εισοδήματος με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, όπως είναι τα έτη υπηρεσίας των ελεύθερων επαγγελμάτων, η απαλλαγή του μέτρου για επιχειρήσεις, για τα πρώτα τρία χρόνια έως πέντε χρόνια, οι προσαυξήσεις ανάλογα με το κατά πόσο υπερβαίνουν τα ακαθάριστα έσοδα του βασικού ΚΑΔ της επιχείρησης, ενώ δεν λείπουν και οι αλλαγές του νομοσχεδίου σε περιπτώσεις που για κοινωνικούς ή πραγματικούς λόγους θα έπρεπε να εξαιρεθούν από την συγκεκριμένη φορολογική μεταρρύθμιση. Ως τέτοια λογίζονται τα επαγγέλματα και οι επιχειρήσεις που αναπτύσσονται σε χωρία κάτω των 500 κατοίκων καθώς και σε νησιά κάτω των 3.100 κατοίκων, όσοι έχουν ποσοστό αναπηρίας 67-79%, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα τέκνα, οι πολύτεκνοι, καθώς και οι γονείς με εξαρτώμενα τέκνα τα οποία πάσχουν από σωματική ή νοητική αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα μειώνεται κατά 50%.
- Επιπρόσθετα, ορισμένες διορθωτικές αλλαγές που προωθήθηκαν στο τέλος του νομοσχεδίου βασίζονται σε γεγονότα όπου η πλήρης εφαρμογή του μέτρου θα οδηγούσε σε αδικία. Λ.χ. Αναφορικά με τα εποχικά επαγγέλματα βλέπουμε ότι το Ελάχιστο Φορολογητέο Εισόδημα μειώνεται αναλόγως των μηνών λειτουργίας της επιχείρησης. Στην χώρα μας επειδή υπάρχουν πολλές τουριστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν από 6 έως 9 μήνες, το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα θα επιμερίζεται κατά το ποσοστό λειτουργίας της επιχείρησης σε σχέση με τους 12 μήνες του έτους. Περαιτέρω, θεσπίστηκε και αλλαγή αναφορικά με την περίπτωση όπου ένας ελεύθερος επαγγελματίας ή έμπορος είναι ταυτόχρονα και μισθωτός. Στην συγκεκριμένη περίπτωση θα προστίθενται τα δηλωθέντα κέρδη από εμπορική δραστηριότητα μαζί με τα εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και μόνο εφόσον αυτά δεν ξεπερνούν το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα βάσει τεκμηρίου, το φυσικό πρόσωπο θα φορολογείται με τον τεκμαρτό τρόπο.
- Μπορεί κάποιος να επικαλεστεί ότι η διαφθορά θα συνεχίσει να υπάρχει και στους ελέγχους μεγάλων επιχειρήσεων. Σε αυτή την περίπτωση οι έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται από κλιμάκια διαφορετικών υπηρεσιών, λ.χ. ελεγκτές από άλλες πόλεις σε συνεργασία και υπό την εποπτεία υψηλών αξιωματούχων της φορολογικής διοίκησης, ώστε να είναι πολύ δύσκολο να συνεργαστούν υπάλληλοι από διαφορετικές υπηρεσίες για την επίτευξη φαινομένων διαφθοράς.
Τα σημεία του φορολογικού νομοσχεδίου που θα μπορούσαν να το διαμορφώσουν σε δικαιότερη βάση (ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο)
Υπάρχουν όμως και κάποιες ενστάσεις αναφορικά με ορισμένες διατάξεις του με βάση τις οποίες εκφράζονται οι σχετικές διαφωνίες μας επ’ αυτού.
- Καταρχήν στο αρχικό άρθρο μας είχαμε προτείνει ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί συντελεστής φορολογίας ο οποίος δεν θα ξεκινάει από το πρώτο ευρώ. Πράγματι με το νέο νομοσχέδιο οι επιτηδευματίες (έμποροι και ελεύθεροι επαγγελματίες) φορολογούνται για τα πρώτα 10.000 ευρώ με την ίδια κλίμακα που φορολογούνται και οι μισθωτοί (δηλαδή 9%). Για τα επόμενα 10.000 ευρώ φορολογούνται με 22%, οπότε ένας ελεύθερος επαγγελματίας χωρίς τριετίες θα φορολογηθεί με 3.425,00 ευρώ για συνολικό τεκμαρτό εισόδημα 20.000 ευρώ. Αυτό προκύπτει από το άθροισμα του φόρου των 900 ευρώ και του του 22% επί των πρόσθετων 10.000 ευρώ που είναι 2200 αφού προστεθεί και το 50% του τέλους επιτηδεύματος δεδομένης της έκπτωσης του 50% που δικαιούται ο ελεύθερος επαγγελματίας. Οπότε ο συνολικός φόρος διαμορφώνεται στα: 3.425,00 ευρώ (900 + 2200 + 325) Αυτός ο τρόπος φορολόγησης δημιουργεί μία σχετικά μικρή αδικία στους συνεπείς φορολογούμενους (εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες) που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε διαμόρφωση χαμηλότερης φορολογικής συνείδησης. Το γεγονός βέβαια του δικαιώματος προσφυγής στον εκούσιο φορολογικό έλεγχο ουσιαστικά αντισταθμίζει αυτήν την αδικία που θα υφίστανται ένα μικρό μέρος των επιτηδευματιών φορολογουμένων που είναι πραγματικά συνεπείς με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Δηλαδή, παρότι υπάρχει πολύ μεγάλη φοροδιαφυγή στους συγκεκριμένους επαγγελματικούς τομείς, υπάρχουν επιχειρήσεις που δηλώνουν κανονικά τα εισοδήματά τους, έστω και αν αυτές αποτελούν την μειοψηφία.
- Επιπρόσθετα δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για επιβολή αντικειμενικών κριτηρίων στις προσωπικές εταιρίες όπως είναι οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες, καθώς και τις Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες και τις ΕΠΕ (με εξαίρεση τις μονοπρόσωπες που εντάσσονται στο νομοσχέδιο). Από έρευνα που έχουμε κάνει, μέσω προσωπικών συνεντεύξεων με λογιστές και επαγγελματίες, έχουμε διαπιστώσει ότι εντός του 2024 θα δημιουργηθούν πολλές εικονικές εταιρίες από άτομα που διατηρούσαν ατομικές επιχειρήσεις προκειμένου να αποφύγουν τα αντικειμενικά κριτήρια. Το υπουργείο οικονομικών δεν έχει εκλάβει αυτή την παράμετρο και είναι πιθανόν να ψηφιστεί τροποποίηση του υπάρχοντος νομοσχεδίου για να ενταχθούν και οι προσωπικές εταιρίες τουλάχιστον, στα αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού κερδών, αναλογικά με το ποσοστό εισφοράς τους στο κεφάλαιο ή με το ποσοστό συμμετοχής τους στα κέρδη.
- Ο αντίλογος αναφορικά με την πρότασή που έχουμε κάνει και αφορά στην ύπαρξη του ίδιου συντελεστή με αυτές τις επαγγελματικές ομάδες που έχουν προοδευτική φορολογία (όπως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι), είναι ότι δεν θα μπορούσε το κράτος να εισπράξει τα αναμενόμενα δημόσια έσοδα από αυτό το φορολογικό νομοσχέδιο. Όμως η πρότασή μας είναι, με βάση αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, να υπάρχουν και πρόσθετα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία θα ανέβαζαν το τεκμαρτό εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών και εμπόρων και ως εκ τούτου θα επιβαρύνονται με υψηλότερη φορολογία, ακόμα και εάν εφαρμόζεται η προοδευτική φορολογία. Το τεκμαρτό εισόδημα με βάση τις προτάσεις μας θα μπορούσε να φτάσει σε ορισμένες περιπτώσεις επιχειρήσεων σε αρκετά υψηλότερο βαθμό (πάνω από τις 50.000 ευρώ που ισχύει με το παρόν νομοσχέδιο). Έτσι θα υπάρχει δικαιοσύνη στην αντιμετώπιση διαφορετικών επαγγελματικών ομάδων, δεδομένου ότι θα φορολογούνται με τους ίδιους συντελεστές, μέσω της ήδη υπάρχουσας προοδευτικής φορολογίας.
Συγκεκριμένα κατά την δική μας άποψη, θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη και ορισμένα ακόμα κριτήρια, τα οποία θα προσαυξάνουν το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα, όπως είναι η αντικειμενική αξία των καταστημάτων ή γραφείων που θα προσδιορίζει και τον συντελεστή εμπορικότητας της επιχείρησης.
Αναφορικά με τα ελευθέρια επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης θα πρέπει να λαμβάνονται οι μεταπτυχιακές και οι διδακτορικές σπουδές οι οποίες θα προσαυξάνουν το αρχικό ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα. Τέτοια επαγγέλματα είναι οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι συμβολαιογράφοι, οι φοροτεχνικοί, καθώς και οι προγραμματιστές (ενδεικτική αναφορά). Οι συντελεστές προσαύξησης θα κυμαίνονται από 15 έως 30 % επί του αρχικού φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο ενδεχομένως να έχει ήδη προσαυξηθεί από άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στο νόμο (όπως λ.χ τα χρόνια εξάσκησης του επαγγέλματος, αριθμός προσωπικού κλπ).
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το νομοσχέδιο έχει πάρα πολλά θετικά στοιχεία και αποκαθιστά μια πολύ μεγάλη αδικία μεταξύ διαφορετικών επαγγελματικών ομάδων (μισθωτοί έναντι αυτοαπασχολούμενων ελεύθερων επαγγελματιών και εμπόρων), καθώς επίσης και στερεί την δυνατότητα από άτομα με υψηλά πραγματικά εισοδήματα (και μηδενικά ή ελάχιστα δηλωθέντα) να γίνονται δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων.
Υπάρχουν όμως και μικρές ατομικές επιχειρήσεις οι οποίες θα αδικηθούν από τις συγκεκριμένες διατάξεις και θα αναγκαστούν είτε να αλλάξουν νομική μορφή, είτε να βρουν άλλους τρόπους φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι ομάδες επαγγελματιών που θα αδικηθούν θα αντιμετωπίσουν την φορολογική διοίκηση και το πολιτικό σύστημα με μια επιφυλακτικότητα και με αρνητική στάση απέναντι στο δικαίωμά τους να διατηρήσει μία βιώσιμη επιχείρηση.
Εν κατακλείδι, εκτιμούμε ότι αυτό το νομοσχέδιο αποτελεί μία καλή αρχή για την μείωση της φοροδιαφυγής και μια αρκετά προσεγμένη κοινωνική αντίληψη για τις περιπτώσεις μείωσης ή κατάργησης των τεκμαρτών εισοδημάτων. Θα επισημάνουμε για μια ακόμα φορά ότι μέσω αυτού του νομοσχεδίου απελευθερώνονται πόροι και εργατικό δυναμικό το οποίο μπορεί να εστιάσει σε ελέγχους μεγάλων επιχειρήσεων, επομένως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν πρέπει να κρίνεται μόνον από τα άμεσα αποτελέσματα μείωσης της φοροδιαφυγής αλλά και από τα έμμεσα που θα δημιουργηθούν κατά τον τρόπο που αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω.
* Ο Αριστείδης Μπιτζένης είναι καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Ο Παναγιώτης Μητράκος είναι διδάκτορας τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.