Σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ιούνιος 2021) αναφέρεται ότι το 2022 στην Ελλάδα απαιτείται να ασκηθεί μία συνετή δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου μετά την πανδημία να διασφαλισθεί μεσοπρόθεσμα η δημοσιονομική βιωσιμότητα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του χρέους.
Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 360 δισ. στο τέλος του 2020 σε 388 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021. Κι αυτό επειδή, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα τρία κράτη που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υπερβολικές ανισορροπίες (Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία), σε βαθμό που να κινδυνεύει στο μέλλον να μην ανταποκριθεί στα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους.
Έκτοτε παρατηρούμε ότι η έναρξη (24/2/2022) των πολεμικών συγκρούσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσαν, μεταξύ άλλων, έντονες πληθωριστικές πιέσεις λόγω της αύξησης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, οι οποίες έγιναν εντονότερες με την αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων κατά το 2023, λόγω της αύξησης των κερδών των επιχειρήσεων της διατροφικής αλυσίδας, των μεταφορών, της ένδυσης, της υπόδησης και των καπνικών προϊόντων.
Έτσι, στο τέλος του 2022, η χώρα μας παρουσίασε πληθωρισμό 9,6% και το δημόσιο χρέος παρουσίασε αύξηση στο επίπεδο των 400,28 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα προβαίνει σε έκδοση νέων ομολόγων πενταετούς ή δεκαετούς λήξης, δημιουργώντας έτσι επιπλέον σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις για τη χώρα μας κατά τη δεκαετία 2023-2033.
Παράλληλα το 2023 εκτιμάται ότι ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 4% και το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί στο επίπεδο των 410 δισ. ευρώ. Σε αυτό το ποσό του δημόσιου χρέους θα πρέπει να προστεθούν και τα ιδιωτικά χρέη τα οποία είναι 113 δισ. ευρώ στην Εφορία και 45 δισ. ευρώ στον ΕΦΚΑ. Τα κόκκινα δάνεια σε funds είναι 70 δισ. ευρώ και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε τράπεζες 13 δισ. ευρώ, δηλαδή το ιδιωτικό χρέος συνολικά ανέρχεται στα 241 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος αθροιστικά στην Ελλάδα είναι τρεις φορές το ΑΕΠ του 2023.
Στις συνθήκες αυτές η χώρα μας καλείται να χρηματοδοτήσει και το επιπλέον αχρείαστο για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία χρέος του κόστους μετάβασης (78 δισ. ευρώ), που δημιουργείται από την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.
Έτσι, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα είναι υπό επιτήρηση μέχρι το 2070, όταν θα ολοκληρωθεί η μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών και θα αποπληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού χρέους.
Στην προοπτική αυτή εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία μετά τις συνέπειες των μνημονίων, της πανδημίας, της κρίσης πληθωρισμού και των υφεσιακών μέτρων που εφαρμόζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο περιορισμένης προσέλκυσης μακροπρόθεσμων επενδύσεων.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι να προσελκύσει βραχυ-μεσοπρόθεσμες επενδύσεις, δεδομένου ότι μακροχρόνια η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει δανειακές πληρωμές συν το κόστος μετάβασης των 78 δισ. ευρώ της κεφαλαιoποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Στην προοπτική αυτή αναδεικνύεται ότι μακροπρόθεσμα η αβεβαιότητα στη βιωσιμότητα του χρέους αυξάνεται.
Αντίθετα, εάν τα 78 δισ. ευρώ του κόστους μετάβασης της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης επενδύονταν στην πραγματική οικονομία, θα συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό τόσο στον περιορισμό της αβεβαιότητας της βιωσιμότητας του χρέους όσο και στη βελτίωση των παροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) και γενικότερα του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών της χώρας μας.
Επιπλέον, «η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του ελληνικού δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων» (Γ. Στουρνάρας, 16/2/2023).
Στις συνθήκες αυτές απαιτείται να ληφθούν υπόψη και οι πρόσφατες δυσμενέστερες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Από 1,3% που προέβλεπε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν τρία χρόνια στην Έκθεση του Ageing Working Group (2021), στην Έκθεση που αναμένεται να δημοσιευτεί το 2024, οι υποθέσεις εργασίας για τη μακροχρόνια ανάπτυξη στη χώρα μας εκτιμώνται στο 1,1%, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Στο οικονομικό αυτό περιβάλλον παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (διάγραμμα) οι ετήσιες πληρωμές που έχει δεσμευτεί η χώρα μας να καταβάλλει για το δημόσιο χρέος και σε αυτές έχουν προστεθεί και η ετήσια επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού του κόστους μετάβασης της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης προκειμένου να καταβάλλονται οι συντάξεις των σημερινών εργαζομένων άνω των 35 ετών.
Το 47,5% του δημόσιου χρέους θα αποπληρωθεί μέχρι το 2040 και σε αυτό το διάστημα το μέσο ετήσιο τοκοχρεολύσιο θα είναι 8,5 δισ. ευρώ. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το μέσο ετήσιο κόστος μετάβασης θα είναι 830 εκατ. ευρώ.
Από το 2040 και μετά, όπου ο μεγαλύτερος πληθυσμός των σημερινών εργαζομένων θα αρχίσει να συνταξιοδοτείται, το μέσο ετήσιο κόστος μετάβασης μέχρι το 2070 θα είναι 2,7 δισ. ευρώ και κατά το χρονικό διάστημα 2040-2070, το μέσο ετήσιο τοκοχρεολύσιο του χρέους θα είναι 5,5 δισ. ευρώ.
Άρα συνολικά ο Κρατικός Προϋπολογισμός της χώρας μας θα χρηματοδοτήσει την αποπληρωμή ενός χρέους ύψους 8,2 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, ενώ από το 2040 και μετά η χώρα μας αντί να καταβάλει μία μικρότερη επιβάρυνση για το χρέος, αφού σχεδόν το 50% θα το έχει εξοφλήσει μέχρι το 2040, η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (Ν.4826/2021) θα επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό με ένα ετήσιο κόστος ύψους 2,7 δισ. ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ως υποθέσεις εργασίας τις πολιτικές δεσμεύσεις ότι οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και των σημερινών εργαζομένων και μελλοντικών συνταξιούχων δεν θα μειωθούν, καθώς και ότι στο χρονικό διάστημα 2022-2070 δεν θα συντελεσθεί μία νέα χρηματοπιστωτική κρίση και οικονομική ύφεση στη χώρα μας. Δηλαδή, το κόστος μετάβασης θα επιβαρύνει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κατά 49%.
Έτσι, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών στην επικουρική ασφάλιση μέχρι το 2040 θα έχει κεφάλαια ύψους μόλις 11 δισ. ευρώ και τα οποιαδήποτε οφέλη θα είναι κατά μέσο όρο της τάξης των 200-250 εκατ. ευρώ, δηλαδή, ούτε το 10% του ετήσιου κόστους μετάβασης.
* Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη (φωτ,), Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου