Η διεθνής φιλελεύθερη τάξη είναι περικυκλωμένη. Στον εξωτερικό της περίγυρο τα αυταρχικά καθεστώτα και ο σύμμαχός τους, το Ισλάμ, προσπαθούν με κάθε μέσο να αποδυναμώσουν τις δημοκρατίες, οι οποίες τα ενοχλούν στο επίπεδο της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά όμως, στο εσωτερικό τους, οι δημοκρατίες βλέπουν να αναπτύσσονται ποικίλοι λαϊκισμοί με τον δεξιάς απόκλισης να έχει σήμερα τον πρώτο λόγο.
Όμως από την άποψη αυτή, ιστορικά, ο δεξιός λαϊκισμός, είναι λάθος να συνταυτίζεται με τον ιταλικό φασισμό και τον χιτλερικό εθνικο-σοσιαλισμό. Ακόμα χειρότερα, ο όρος λαϊκισμός είναι αντικείμενο αυξανόμενης χρήσης, χωρίς να προσδιορίζεται τι ακριβώς σημαίνει.
Ο Τζωρτζ Όργουελ στα τέλη της δεκαετίας του 1930 έκανε ήδη την ίδια παρατήρηση για τον όρο «φασίστας», ο οποίος εκσφενδονιζόταν προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς να προσδιορίζεται το ουσιαστικό του περιεχόμενο.
Στη βάση των παραπάνω παρατηρήσεων, ο Αργεντινός ιστορικός και συγγραφέας Federico Finchelstein, στο βιβλίο του «Από τον φασισμό στον λαϊκισμό», προσπαθεί να ανασκευάσει τη γενεαλογία του λαϊκισμού και να την χαρακτηρίσει. Την ίδια στιγμή, θέλει να κατανοήσει καλύτερα το τεράστιο κίνημα που ήδη αναπτύσσεται στον πλανήτη.
Το σημείο εκκίνησης του βιβλίου του, είναι η εκλογική νίκη, το 2016, του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία σηματοδοτεί τη στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, το επίκεντρο του παγκόσμιου λαϊκισμού, καθιστώντας δυνατή τη νομιμοποίηση όλων των άλλων σε όλο τον κόσμο: Silvio Berlusconi, Marine Le Pen, Nigel Farage, Geert Wilders και Cristina Kirchner.
Η εκλογή του Τραμπ φαινόταν τότε να είναι μια μορφή επανάστασης που σηματοδοτεί τη νίκη του λαού ενάντια στις ελίτ. Αλλά αν η νίκη του Τραμπ αποτελεί το απόγειο της λαϊκιστικής ηγεμονίας, ποιος ήταν ο πρώτος ηγέτης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοιος;
Για τον συγγραφέα, δεν υπάρχει αμφιβολία: είναι ο Χουάν Περόν, πρόεδρος της Αργεντινής από το 1946 έως το 1955, μετά από τρεις εκλογές που κέρδισε με καθολική ψηφοφορία.
Καθοδηγώντας μια εθνικιστική πολιτική υπέρ των εργατικών τάξεων, είχε συγχωνεύσει τα κόμματα που τον είχαν υποστηρίξει σε ένα ενιαίο κόμμα: το Κόμμα Δικαιοσύνης. Ωστόσο, για τον Federico Finchelstein, ο περονισμός δεν προέρχεται από το πουθενά: αυτό το δόγμα είναι μέρος ενός ιστορικού πλαισίου όπου αντλήθηκαν διδάγματα από τη χρεοκοπία των δικτατοριών του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Εδώ βρισκόμαστε στην καρδιά της θέσης του συγγραφέα: ο λαϊκισμός συνιστά μια συνετή μετάλλαξη του φασισμού.
Ο φασισμός και ο λαϊκισμός στην πραγματικότητα αποτελούν ιερές μορφές πολιτικής, με την έννοια ότι απαιτούν μια ακλόνητη πίστη χωρίς τη δυνατότητα αμφισβήτησης (παρόμοια με αυτή την έννοια με αυτό που ο Raymond Aron αποκάλεσε «κοσμικές θρησκείες»), με μια κοινή τριάδα που βασίζεται στο έθνος, στον ηγέτη και στον λαό.
Αυτή η τριάδα δεν βασίζεται σε μια νομιμότητα που ο Max Weber θα μπορούσε να περιγράψει ως νομική λογική, αλλά σε μια χαρισματική αρχή που δεν απευθύνεται στη λογική, αλλά στα συναισθήματα. Κι αυτό γιατί ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν ο φασισμός και ο λαϊκισμός είναι η θεαματοποίηση της πολιτικής: ο ηγέτης και τα συλλαλητήρια πρέπει να γίνονται μεγαλειώδες θέαμα συνοδευόμενο από υστερικές επευφημίες.
Οι γνωστές παρελάσεις στην εποχή των Χίτλερ και Μουσολίνι τα λένε όλα. Όπως βέβαια και οι πουτινικές επιδείξεις δύναμης στη σημερινή Ρωσία. Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, υποστηρίζει ο Αργεντινός ιστορικός, ότι ο σημερινός δεξιός λαϊκισμός, έστω και με το ζόρι, αποδέχεται τον δημοκρατικό κανόνα των εκλογών και την εναλλαγή στην εξουσία.
Αυτό δεν εμποδίζει, βέβαια, τους λαϊκιστές ηγέτες να λένε ότι εκπροσωπούν το λαό και ομιλούν στο όνομά του, να ταυτίζονται με το έθνος και να χαρακτηρίζουν «εχθρούς του λαού» όσους δεν συμφωνούν με τις απόψεις τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Federico Finchelstein, υποστηρίζει ότι ο σημερινός λαϊκισμός είναι μια μορφή αυταρχισμού σε δημοκρατικούς καιρούς. «Αυτό σημαίνει ότι ο λαϊκισμός δεν είναι φασισμός. Ο φασισμός ιστορικά έχει ενσωματωθεί σωστά ως, πάνω απ' όλα μια μορφή πολιτικής δικτατορίας, η οποία συχνά εμφανίζεται στην πραγματικότητα μέσα στη δημοκρατία για να την καταστρέψει. Ιστορικά, ο λαϊκισμός έκανε το αντίθετο.
Συχνά έχει εκτοξευθεί από άλλες αυταρχικές εμπειρίες, συμπεριλαμβανομένης της δικτατορίας, και στις περισσότερες περιπτώσεις έχει διαστρεβλώσει ή υπονομεύσει τις δημοκρατίες, υποβαθμίζοντας τις ιδιότητες τους, ενώ ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν τις κατέστρεψε. Ο λαϊκισμός, λοιπόν, είναι μια μορφή δημοκρατίας που στηρίζεται στην έννοια του ηγέτη που, χωρίς θεσμικές μεσολαβήσεις, προσπαθεί να ενώσει τη φωνή του/της με αυτή του «λαού».
Τώρα, αυτό έχει αυταρχικές επιπτώσεις, αλλά ξεκινά με μια δημοκρατική προϋπόθεση: να φέρει μια στενότερη σχέση μεταξύ αυτών που βρίσκονται στην εξουσία και του λαού.
Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι υπάρχει ένας ηγέτης που υποθέτει και συχνά λέει ότι είναι η φωνή του λαού και στην πραγματικότητα μιλά και αποφασίζει για αυτόν. Αφού ξεκινά έτσι με αυτήν την υπόθεση στην αντιπολίτευση - ότι θα φέρει τον λαό πιο κοντά στην κυβέρνηση - στην εξουσία, ο ηγέτης δεν το κάνει καθόλου.
Στην πραγματικότητα, όταν βρίσκονται στην εξουσία, οι λαϊκιστές κάνουν το αντίθετο. Από αυτή την άποψη, το κλειδί για την κατανόησή μου για τον λαϊκισμό δεν είναι μόνο ότι ο λαϊκισμός είναι μια μορφή αντιπολίτευσης που μιλάει στο όνομα του λαού, αλλά και ότι είναι μια μορφή διακυβέρνησης που, κάνοντας κάτι τέτοιο, υποβαθμίζει τη δημοκρατία σε μεγάλο βαθμό», τονίζει ο Αργεντίνος ιστορικός.
Και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματα του.