Κάθε κρατικός προϋπολογισμός διαβάζεται με ποικίλους τρόπους, καθώς πίσω από τα νούμερά του κρύβονται πολλές ερμηνείες. Στο κείμενο που ακολουθεί σημειώνονται κάποιες εξελίξεις, που ρίχνουν τη δική τους σκιά στις προβλέψεις, όπως αυτές δίνονται στη σχετική Εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών για το 2024.
Αναλυτικότερα, ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) για το 2023, αυτό εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,4% σε σχέση με το 2022, ενώ η αρχική πρόβλεψη ήταν 1,8%. Η αύξηση όμως του ΑΕΠ εξακολουθεί να ερμηνεύεται κυρίως από τις θετικές τάσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης και όχι από τις θεαματικές αυξήσεις στις συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ή την επενδυτική δραστηριότητα.
Ως προς την επενδυτική δραστηριότητα, ενώ η αρχική πρόβλεψη (του Νοεμβρίου του 2022) για αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου το 2023 ήταν 15,5%, η τωρινή εκτίμηση προσδιορίζει το ποσοστό αυτό μόνο στο 7,1%.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου, μειώθηκαν ένα περίπου δισ. ευρώ (67,3 δισ. ευρώ το 2022 και 66,4 δισ. ευρώ το 2023). Μεγάλη μείωση γνώρισαν οι εξαγωγές αγαθών (από 35,2 δισ. το 2022 σε 33,1 δισ. το 2023) ενώ οι εισπράξεις από τον τουρισμό αυξήθηκαν κατά δυο περίπου δισ. ευρώ (από 12,7 δισ. το 2022 σε 14,6 δισ. ευρώ το 2023).
Γενικά το ισοζύγιο των υπηρεσιών κέρδισε έδαφος (από 14,1 δισ. ευρώ το 2022 σε 15,4 δισ. ευρώ το 2023) αντισταθμίζοντας τις αρνητικές εξελίξεις στις εξαγωγές αγαθών.
Ακόμη, ως προς το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών συγκρίνοντας τα ίδια οκτάμηνα, διαπιστώνεται ότι παραμένει υψηλό. Το έλλειμμα όμως αυτό μειώνεται σε σχέση με πέρσι και ανέρχεται σε 6,8 δισ. ευρώ από τα 11 δισ. ευρώ της αντίστοιχής περιόδου του 2022. Είναι όμως μια ανησυχητική εξέλιξη για την οικονομία, συνοδεύοντας το υπέρογκο δημόσιο χρέος μας των 356 δισ. ευρώ (152,3%), ένα από τα πρώτα τρία παγκοσμίως.
Μείωση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών παρατηρείται λοιπόν λόγω μείωσης των εισαγωγών αγαθών και όχι λόγω των εξαγωγών. Οι στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και η απουσία μιας πολιτικής, η οποία θα ενίσχυε τη βιομηχανία και όχι μόνο τις υπηρεσίες, αντανακλώνται στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της χώρας, όπως και στο επενδυτικό της κενό.
Να υπενθυμίσουμε ότι το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και ακολούθως η έκθεση Πισσαρίδη (του 2020) επισήμαναν το σημαντικό εταιρικό επενδυτικό κενό της χώρας σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό. Αυτό ανερχόταν σε 100 δισ. ευρώ σύμφωνα με την πρώτη έκθεση και σε 130 δισ. ευρώ σύμφωνα με τη δεύτερη αντίστοιχα.
Το κενό αυτό μικραίνει από το 2020, χωρίς όμως θεαματική αύξηση των επενδύσεων στη μεταποίηση. Ως προς τις ξένες επενδύσεις, αυτές σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας επικεντρώνονται στα ακίνητα, στα χρηματοοικονομικά, στην ενέργεια, στις υπηρεσίες και όχι στη βιομηχανία, που είναι ο μεγάλος ασθενής της χώρας. Οι αγορές ακινήτων από πολίτες του εξωτερικού δεν θεωρείται όμως έκφραση δυναμισμού της εγχώριας οικονομίας και κακώς θεωρούνται ως Ξένες Άμεσες Επενδύσεις!
Η επενδυτική βαθμίδα που κερδίσαμε δεν είναι πανάκεια και αλλάζει προς το χειρότερο πολύ εύκολα. Από την άλλη δεν πρόκειται από μόνη της η νεοδιαμορφούμενη αυτή κατάσταση να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Υπουργού Οικονομίας του κου Χατζηδάκη. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες προσέλκυσης των ξένων επενδύσεων είναι πολλοί.
Ως προς τα κριτήρια που σχετίζονται με την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, αυτά είναι άνω των είκοσι. Ένα εκ των οποίων αναφέρεται στο δικαστικό σύστημα. Όσο το κράτος Δικαίου στην Ελλάδα κατέχει την 44η θέση διεθνώς και όσο οι υποθέσεις για τις οικονομικές διαφορές διαρκούν από 5-15 χρόνια (βλ. Costa Navarino) τόσο η χώρα δεν πρόκειται να κερδίσει θεαματικά έδαφος μη θεωρούμενη ως πόλος έλξης των παραγωγικών ξένων επενδύσεων.
Ανησυχητική εξέλιξη καταγράφει η πληρωμή των τόκων όπου το 2023 οφείλουμε να πληρώσουμε 8,6 δισ. ευρώ και το 2024, 8,8 δισ. ευρώ. Το 2022 το ποσό αυτό ανερχόταν σε 6,1 δισ. ευρώ, ενώ υπενθυμίζεται ότι κατά την περίοδο του 2009-2011 κυμαίνονταν από τα 12 ως τα 16,3 δισ. ευρώ.
Ως προς τα έσοδα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα που αναφέρονται στον ΦΠΑ. Το 2023 εκτιμάται ότι θα είναι κατά 1,1 δισ. ευρώ περισσότερα από τα προϋπολογισθέντα. Σημειώνουμε επίσης, ότι το 2022 τα πρόσθετα έσοδα λόγω επιβολής του ΦΠΑ στις αυξημένες τιμές αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας του πληθωρισμού, ανέρχονταν περίπου σε 3 δισ. ευρώ.
Να υπενθυμίζουμε τέλος ότι ως προς την περιβόητη «υπερφορολόγηση» καθ΄ όλη την περίοδο 2016-2019, αυτή ανερχόταν σε 5 δισ. ευρώ πρόσθετους φόρους. Τα 5 δισ ευρώ φόροι των τριών ετών θεωρούνται λοιπόν ως υπέρμετροι φόροι ενώ οι πρόσθετοι φόροι των 3 δισ. ευρώ του 2022 και των 1,1 δισ. ευρώ του 2023 από τον αμετάβλητο ΦΠΑ επί υψηλότερων τιμών –φόροι λοιπόν μόνο ενός έτους – δεν δέχονται αυτόν το χαρακτηρισμό!
Τα έσοδα του Ταμείου Ανάκαμψης μειώθηκαν αισθητά κατά το 2023 (πρόβλεψη 3,6 δισ. ευρώ, τωρινή εκτίμηση 1,9 δισ. ευρώ). Όμοια εξέλιξη καταγράφεται και στο σκέλος των δαπανών, γεγονός που σκιαγραφεί την χαμηλή απορροφητικότητα των εν λόγω κοινοτικών κονδυλίων.
Παρόμοια εξέλιξη αλλά με χαμηλότερο πτωτικό ρυθμό κατέγραψαν και τα έσοδα στο Πρόγραμμα των Δημοσίων Επενδύσεων (4,5 δισ. ευρώ πρόβλεψη και 4 δισ. εκτίμηση σήμερα για το 2023) ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν πέραν των προβλέψεων λόγω των έκτακτων εξελίξεων-φυσικών καταστροφών το 2023.
Ως προς το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, αυτό εξακολουθεί να παραμένει ελλειμματικό αντιπροσωπεύοντας το 1,1% του ΑΕΠ για το 2024. Ανώτατο πλαφόν σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, όπως ορίζονται στην ΕΕ, είναι το 3%. Το πρωτογενές όμως πλεόνασμα είναι κατά 0,1% κατώτερο σε σχέση με τα όσα συμφωνήθηκαν κατά την υπογραφή του του τρίτου Μνημονίου. Ανέρχεται σε 2,1% από το 2,2% της Συμφωνίας.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί η υποβόσκουσα διαφωνία στο πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ αναφορικά με το προφίλ της δημοσιονομικής πειθαρχίας για το 2024, που μετατίθεται εύλογα το 2025 λόγω μη συμφωνίας. Κατά τις συζητήσεις στις Βρυξέλλες υπήρχε πρόταση για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,4%.
Ως προς το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που αναθεωρεί το ανωτέρω 3% και είναι σε αναστολή από το 2020, αυτό δέχεται ως γενικό κανόνα με κάποιες εξαιρέσεις, το πλήρως ισοσκελισμένο Ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, κάτι ασύλληπτο στην Ελλάδα σήμερα.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο όμως, αν και εκτιμάται εκ των υστερών ως εξωπραγματικό ή υπερβολικό –με εξαίρεση τη Γερμανία– υπενθυμίζεται ότι έχει κυρωθεί από τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. Αν. Υπουργός Οικονομικών.