Η διαφθορά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο πλήττει διαχρονικά τόσο την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της πολιτείας, όσο και την δυνατότητα ανάπτυξης μιας ελεύθερης και ανταγωνιστικής οικονομίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας την καθοριστική σημασία που έχει η χάραξη στρατηγικών για την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου, έχει προβεί ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία στην έκδοση πλήθους οδηγιών, οι οποίες αποσκοπούν τόσο στην εναρμόνιση της σχετικής νομοθεσίας των κρατών μελών, όσο και στη δημιουργία ενός συνεκτικού, ενιαίου και πλήρους πλαισίου προστασίας ενάντια σε αυτήν τη μορφή παθογένειας, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει αποδοθεί επίσης και στην αποτελεσματική καταπολέμηση εκείνων των αθέμιτων πρακτικών, μέσω των οποίων τα παράνομα έσοδα που προέρχονται (μεταξύ άλλων) και από τα αδικήματα διαφθοράς, ενσωματώνονται στους κόλπους της νόμιμης οικονομίας, μιας συμπεριφοράς η οποία είναι ευρύτερα γνωστή ως «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» («ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» - «money laundering»).
Η ελληνική έννομη τάξη, εναρμονιζόμενη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας, έχει δώσει στο πλαίσιο του νέου ποινικού κώδικα ιδιαίτερη έμφαση στην δριμεία κύρωση των πράξεων διαφθοράς, ιδίως όταν τούτες εμφανίζονται στους κόλπους του δημόσιου τομέα, τιμωρώντας επί παραδείγματι την πράξη της δωροληψίας υπαλλήλων (ως χαρακτηριστικότερης εξ αυτών) με ποινή κάθειρξης διάρκειας μέχρι δεκαπέντε έτη, όπως επίσης και με αυστηρή χρηματική ποινή, στην περίπτωση που η συμπεριφορά αυτή τελείται κατ’ επάγγελμα και αφορά ενέργειες ή παραλείψεις που αντιβαίνουν στα καθήκοντα του υπαλλήλου (αρ. 235 παρ. 2 εδ. β’ ΠΚ).
Αντίστοιχα δριμείες κυρώσεις απειλούνται εξάλλου και στις περιπτώσεις της δωροληψίας δικαστικών λειτουργών (αρ. 237 ΠΚ) όπως και πολιτικών προσώπων (αρ. 159 ΠΚ). Πέραν τούτων ωστόσο, καίριας σημασίας νομοθέτημα στον αγώνα κατά της διαφθοράς αποτελεί και ο Ν. 4557/2018 «για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες», στο πλαίσιο του οποίου ενσωματώθηκε πρόσφατα και η σχετική κοινοτική οδηγία (ΕΕ) 2018/1673.
Το εν λόγω νομοθέτημα ενέχει καθοριστική σημασία για την καταπολέμηση της διαφθοράς αλλά και της οικονομικής παραβατικότητας εν γένει, καθώς μέσω αυτού ανάγεται σε έγκλημα (έως μάλιστα και του βαθμού του κακουργήματος) ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων δια των οποίων οι δράστες πράξεων διαφθοράς προσπαθούν να προσδώσουν νομιμοφάνεια στον παράνομο πλουτισμό που αποκόμισαν με τις προηγούμενες έκνομες ενέργειές τους.
Μάλιστα, ιδιαίτερης μνείας αξίζει η διάταξη του άρθρου 42 Ν. 4557/2018, μέσω της οποίας παρέχεται η δυνατότητα -κατά τη διάρκεια της ανάκρισης- της δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που κατηγορούνται για πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ αντίστοιχα μεγάλη σημασία έχει και η διάταξη του άρθρου 40 Ν. 4557/2018, η οποία παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια δήμευσης του παράνομου πλουτισμού που αποκτήθηκε από τους κατηγορούμενους, ματαιώνοντας έτσι την κάρπωση κάθε περιουσιακού οφέλους που προκύπτει από πράξεις διαφθοράς.
Τέλος οφείλει να τονιστεί, πως η αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο προϋποθέτει τη διαρκή συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορέων του εκάστοτε κράτους-μέλους που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία και τον εντοπισμό τέτοιου είδους παράνομων συμπεριφορών, ενώ σε εθνικό επίπεδο σημαντικά εργαλεία για την ανίχνευση και την καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς παρέχεται και από το άρθρο 255 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μέσω του οποίου δίδεται η δυνατότητα διενέργειας «ειδικών ανακριτικών πράξεων» επί εγκλημάτων διαφθοράς, όπως εκείνων της συγκαλυμμένης έρευνας, της άρσης του απορρήτου, της καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και της συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Το σύνολο των εν λόγω ζητημάτων σχολιάζονται στο πλαίσιο του μαθήματος της ποινικής αντιμετώπισης του φαινομένου της διαφθοράς του μεταπτυχιακού προγράμματος της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφος.
* Ο Ιωάννης Γκουντής, είναι εντεταλμένος διδάσκων Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ., επισκέπτης λέκτορας ποινικού δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφος