Η Ιταλία είναι παγκοσμίως διάσημη για τις πίτσες και τα ζυμαρικά της. Η Γαλλία για τα κρασιά, τα τυριά και τα αρώματά της. Η Ισπανία για την παέλια, τις τάπας και δύο ποδοσφαιρικές ομάδες της. Επίσης, όταν γίνεται λόγος για τυρί γραβιέρα, το μυαλό του καταναλωτή πάει στην Ελβετία, ενώ το τσάι, το κέικ και η πουτίγκα συνδέονται με την πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία. Αντιθέτως, η Ελλάδα, πολύ σωστά είναι συνδεδεμένη γενικά και αόριστα με πολιτισμό, μια άυλη αξία, χωρίς άμεσο αντίκρυσμα.
Πλην όμως ο πολιτισμός σήμερα όχι μόνο μπορεί να συνδεθεί με τη διατροφή και την εγχώρια αγροδιατροφική παραγωγή, αλλά και με την υγεία, σε μια εποχή ανόδου της αποκαλούμενης «οικονομίας της ζωής».
Από την άποψη αυτή, η τουριστική άνοδος και το ελληνικό κλίμα, στον παγκοσμιοποιημένο διαδικτυακό κόσμο μας, έχουν τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης. Φρούτα, λαχανικά, τυριά, ελαιόλαδο, φέτα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, μέλι, βότανα και λίγο καλό κρασί, είναι στοιχεία, που μπορούν να συνθέσουν την «ελληνική δίαιτα» και το ρόλο της στο προσδόκιμο ζωής.
Μοναδική ευκαιρία αποτελεί έτσι η δυνατότητα παγκοσμιοποίησης διατροφικών συνηθειών, σε μια εποχή όπου αλλάζουν, μετά την πανδημία του κορωνοϊού, και οι καταναλωτικές συμπεριφορές. Και στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε και υπογραμμίζουμε ότι η παγκοσμιοποίηση εμφανίζεται ως μια στρατηγική προσφοράς παρά ως απάντηση σε μια διεθνοποίηση της ζήτησης.
Το ερώτημα είναι ποια στρατηγική θα πρέπει να ακολουθήσουν οι ελληνικές εταιρίες ειδών διατροφής; Αυτήν της επώνυμης ζήτησης εκτός Ελλάδας, και της επώνυμης προσφοράς τους στην εσωτερική αγορά που κάθε χρόνο δέχεται και περί τα 30 εκατομμύρια επισκέπτες; Ποιο ρόλο όμως, σε μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσαν να παίξουν οι μεγάλες επιφάνειες διανομής τροφίμων;
Σημαντικός μπορεί να είναι και ο ρόλος των ξενοδοχείων, όπως αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στο Ισραήλ. Στη σημερινή ψηφιακή εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως τονίζει ο Φρανσουά Ωτβίλ, ειδικός στο διεθνές αγροδιατροφικό μάρκετινγκ, συγκεκριμένοι διαμορφωτές κοινής γνώμης μπορούν να έχουν αποφασιστικό ρόλο στην προβολή των ειδικών τροφίμων και ποτών μιας χώρας.
Μια χώρα όπως η Ελλάδα, με το γόητρο και το πολιτιστικό κύρος που έχει θα μπορούσε να εξειδικευθεί σε συγκεκριμένα προϊόντα της και να τα συνδέσει με την παράδοσή της, την υγεία και τρόπους ζωής. Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική αγροδιατροφική παραγωγή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια μορφή παγκόσμιας μπουτίκ», με ψηλή προστιθέμενη αξία.
Για παράδειγμα, λέμε εμείς, το ελληνικό ελαιόλαδο, αντί να πωλείται για λόγους ευκολίας χύμα σε ανταγωνιστές μας, είναι απολύτως εφικτό να συσκευάζεται σε πάμπολλες μικρές, μεσαίες και άλλες ειδικές συσκευασίες και να πωλείται ακόμα και ως… φάρμακο!
Σήμερα, λοιπόν, ο πρώτος κλάδος της ελληνικής μεταποίησης που είναι η βιομηχανία τροφίμων – ποτών, έχει μεγάλες δυνατότητες τόνωσης της εξωστρέφειάς του, σε μια εποχή, όπου διεθνείς επενδυτές ενδιαφέρονται για τη χώρα μας. Και από την άποψη αυτή είναι πολύ θετικό η συμμετοχή του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) σε σημαντικά καινοτόμα ευρωπαϊκά προγράμματα, που προωθούν καινοτομίες και υγιεινή διατροφή.