Η ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα μιας επιχείρησης καθορίζεται -μεταξύ πολλών άλλων- από το εάν πραγματοποιεί έγκαιρα και σε επαρκή βαθμό σύγχρονες επενδύσεις.
Με τη σειρά τους αυτές απαιτούν ρευστότητα και ικανή χρηματοδότηση, η οποία κατά ένα τουλάχιστον μέρος πρέπει να προέρχεται από ίδιους πόρους. Άρα πρέπει να διασφαλίζει ένα σημαντικό βαθμό αποταμίευσης επί των καθαρών κερδών και να μην παρασύρεται από τυχόν απαιτήσεις για μαζική διανομή τους στους μερισματούχους και την κατανάλωση.
Για τον λόγο αυτό, όλες (μα όλες ανεξαιρέτως!) οι ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ προβλέπουν σημαντικούς συντελεστές στη φορολογία μερισμάτων. (Προσοχή: αντιθέτως προτιμούν να κάνουν σημαντικές ελαφρύνσεις στα κέρδη των επιχειρήσεων). Με την υψηλή φορολογία μερισμάτων, ο μέτοχος έχει κίνητρο να αναβάλλει την είσπραξη μερίσματος, έτσι ώστε η ρευστότητα και οι επενδύσεις να αυξηθούν, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη βιωσιμότητα, υψηλότερη παραγωγή, περισσότερα κέρδη και τελικά μεγαλύτερα μερίσματα στο μέλλον.
Στην Ελλάδα, η μεν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μείωσε τον φορολογικό συντελεστή μερισμάτων από το 15% στο 10%, ενώ το 2019 η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδόν τον εξαφάνισε μειώνοντάς τον περαιτέρω στο 5%! Προφανώς η διανομή μερισμάτων αυξήθηκε υπερβολικά και φυσικά στράφηκε σε κατανάλωση και αγορά ακινήτων, στερώντας τις επιχειρήσεις από σημαντικές επενδύσεις σε μία κρίσιμη περίοδο.
Καθόλου τυχαία, τον Ιανουάριο 2023 ο ΟΟΣΑ έκανε αυστηρές συστάσεις στη χώρα μας να αυξήσει τη φορολογία μερισμάτων. Προφανώς δεν το έκανε για να διώξει τις επενδύσεις από την Ελλάδα, όπως τόσο ανεύθυνα προπαγανδίζουν διάφοροι παράγοντες. Το έκανε αφενός για να ενισχυθούν οι επενδύσεις, αφετέρου για να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος και να ελαφρυνθεί από τις φορολογικές επιβαρύνσεις η μεσαία τάξη. Καιρός είναι να πλησιάσουμε κάπως τις πρακτικές των ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί, συσχετίζεται η φορολογία μερισμάτων με τις ακαθάριστες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστού του ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Η στατιστική συσχέτιση είναι πολύ ισχυρή και δείχνει ότι μία αύξηση του συντελεστή φορολογίας μερισμάτων κατά μία ποσοστιαία μονάδα, θα αντιστοιχούσε σε μία άνοδο των ακαθάριστων επενδύσεων κατά 0,19% του ΑΕΠ.
Εντελώς ενδεικτικά και εφόσον συντρέξουν οι κατάλληλες εξωτερικές συνθήκες, μπορούμε να πούμε ότι για την Ελλάδα, μία αύξηση της φορολογίας μερισμάτων από το 5% στο 10% θα μπορούσε σταδιακά να αυξήσει τις ακαθάριστες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα έως και 1% του ΑΕΠ.
Προφανώς αυτό θα γίνει αν δράσουν πολλαπλασιαστικά και άλλοι ευνοϊκοί παράγοντες. Όμως δεν είναι και λίγο, ιδίως τώρα που επείγει να κλείσουμε το μεγάλο επενδυτικό κενό που μας άφησαν τα μνημόνια και η πανδημία.
Φόρος μερισμάτων και ακαθάριστες ιδιωτικές επενδύσεις ως % ΑΕΠ
Χώρες ΕΕ22 (πλην Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Κροατίας, Κύπρου, Μάλτας, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων).
Πηγή στοιχείων: Για τις επενδύσεις: Ameco/Eurostat. Για τους συντελεστές φορολογίας μερισμάτων: https://taxfoundation.org/dividend-tax-rates-europe-2022/
* Πρώην υπουργός Οικονομικών, επικεφαλής του In Social και εκ των βασικών συντακτών του προγράμματος του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, Νίκος Χριστοδουλάκης.