Από το 2019 έως και τις τελευταίες εκλογές, η Ελλάδα γνώρισε αλλεπάλληλες κρίσεις, με πιο σοβαρές αυτές της πανδημίας και της ενέργειας. Είχαμε να κάνουμε, δηλαδή, με δύο εισαγόμενα φαινόμενα, τα οποία όμως προκάλεσαν σοβαρές ανατροπές στην καθημερινότητα των πολιτών.
Όχι πάντα για κακό. Είναι αμφίβολο, για παράδειγμα, αν θα είχε επιτευχθεί μια αισθητή προσαρμογή στην ψηφιακή εποχή, αν δεν υπήρχε η πανδημία. Την ίδια περίοδο, η χώρα αναβάθμισε τη διεθνή εικόνα της και ήδη εμπνέει περισσότερη εμπιστοσύνη σε φίλους και συμμάχους της.
Παρ’ όλα αυτά, πολλά πρέπει ακόμα να γίνουν στην οικονομία και στους θεσμούς, που είναι και βασικοί πυλώνες της ζωής των πολιτών. Στο επίπεδο αυτό, όμως, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις συνεπάγονται πραγματικές ρήξεις, που στην προηγούμενη τετραετία δεν αποτολμήθηκαν από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Δικαιοσύνη, Εκπαίδευση, Ασφάλεια και Ιδιωτικό χρέος είναι μερικοί τομείς όπου πρέπει να πραγματοποιηθούν σε βάθος αλλαγές, γεγονός που συνεπάγεται συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα.
Και για να περιοριστούμε στην οικονομία, πρέπει να επισημάνουμε ότι πέραν από τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις του σε αγαθά τρέχουσας κατανάλωσης, σοβαρότατο είναι το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Αυτό το τελευταίο πλήττει μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες και βέβαια ευάλωτα νοικοκυριά-θύματα της οικονομικής και τεχνολογικής συγκυρίας.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το «κόκκινο» ιδιωτικό ληξιπρόθεσμο χρέος έχει εκτοξευτεί σχεδόν στα 260 δισ. ευρώ, κινούμενο ανοδικά κατά περίπου 40 δισ. ευρώ, κατά τα τελευταία χρόνια.
- Την ίδια στιγμή, σχεδόν 4 εκατομμύρια πολίτες έχουν οφειλές στην εφορία, με περίπου 2 εκατομμύρια να κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, ήτοι κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, ενώ το 40% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές, όταν η τελευταία ανεπαρκής ρύθμιση χρεών «πετάει» εκτός 4 στις 5 επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις των φορέων τους.
- Ακόμη, σε 1.412.322 έχουν ληφθεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί) ενώ οι οφειλέτες στους οποίους δύναται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα φτάνουν τα 2.036.867. Τέλος, το 2022 επιβλήθηκαν 518.622 αναγκαστικά μέτρα είσπραξης οφειλών (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί), με τον αριθμό να καταγράφει αύξηση κατά 104,9% σε σχέση με το 2021 (253.083).
- Είναι αξιοσημείωτη επίσης η χαμηλή προσφυγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό, ο οποίος κατά τη γνώμη μας αποθαρρύνει πολλούς ενδιαφερόμενους, λόγω της πολυπλοκότητάς του και κάποιων σοβαρών ασαφειών.
Στη βάση αυτή της κατάστασης, αν η κυβέρνηση πραγματικά επιθυμεί να δώσει ένα «φιλί ζωής» στην οικονομία, τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους πρέπει να τη δει με ανοικτούς ορίζοντες και επενδυτικό ρεαλισμό.
Ιδιαίτερα δε στην παρούσα φάση της συγκυρίας. Όπως επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, η χώρα αντιμετωπίζει θέμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πρόκειται για «αγκάθι» που προκαλεί προβλήματα στην εξωτερική εικόνα της χώρας και βέβαια είναι πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιέζει προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, γιατί βλέπει ότι το έλλειμμα αυτό, από το 2010 έως το 2022, δεκαπλασιάστηκε και αντιπροσωπεύει 9,2% του ΑΕΠ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επενδύσεις στην παραγωγικότητα αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα για τη χώρα, πλην όμως δεν νοείται να γίνονται εν κενώ. Πρέπει να συνοδεύονται και από σοβαρές αλλαγές στην Εκπαίδευση και τη Δικαιοσύνη, τομείς που έως σήμερα είναι πραγματική τροχοπέδη της εγχώριας ανάπτυξης.
Αν, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστεύει ότι τα παραπάνω προβλήματα μπορούν να επιλυθούν σταδιακά με μεταρρυθμίσεις, περιμένουμε να δούμε αν θα τις πραγματοποιήσει. Διαφορετικά, ίσως στο μέσο της προσεχούς θητείας του υποχρεωθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο ήθελε την αυτοδυναμία.