Ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ημέρες ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα στο οποίο είχα αναλάβει την εκτέλεση ενός μεγάλου και ενδιαφέροντος τμήματος. Αντικείμενο, η οργάνωση της οικονομικής διπλωματίας· αναθέτουσα αρχή το ολλανδικό υπουργείο Εξωτερικών, αποδέκτης το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Η δική μου συνεργασία ήταν με τους Ολλανδούς.
Δεν θα μιλήσω για το αντικείμενο της δουλειάς μας διότι, αν και εξαιρετικά ενδιαφέρον, θα ήταν άκομψο εκ μέρους μου να εκθέσω δημοσίως πράγματα που αφορούν τον δικαιούχο ενός έργου χωρίς τη συγκατάθεσή του. Θα μιλήσω όμως για τους Ολλανδούς συνεργάτες μου, με τους οποίους δουλέψαμε μαζί επί έναν ολόκληρο χρόνο και με αρκετούς γίναμε φίλοι.
Η Ολλανδία είναι μια χώρα με ορισμένες ιδιαιτερότητες, από τη μελέτη των οποίων θα μπορούσαν να εξαχθούν αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα και για εμάς. Κατ’ αρχάς, αν και μικρή σε έκταση (λίγο μεγαλύτερη απ’ την Πελοπόννησο), είναι μια απ’ τις σημαντικότερες παγκόσμιες εμπορικές δυνάμεις. Το εξωτερικό της εμπόριο φτάνει τα 700 δισ. ευρώ σε αξία εξαγωγών τον χρόνο, απασχολεί περίπου 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενους και συνεισφέρει, άμεσα και έμμεσα, το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας.
Περαιτέρω, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων στον κόσμο (με το εντυπωσιακό νούμερο των 80 δισ. δολαρίων, μετά τις ΗΠΑ που καταγράφουν 118 δισ. δολάρια), μία απ’ τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) χώρα tech-hub στην Ευρώπη, που επιπλέον διαθέτει μια πολύ υψηλής προστιθέμενης αξίας βιομηχανική παραγωγή.
Η Ολλανδία είναι ιστορικά ένα “trading nation”, με παραδοσιακούς δεσμούς και εμπορικές σχέσεις με τις περισσότερες χώρες του κόσμου, πράγμα που αντανακλάται στις δομές του εμπορίου της. Για παράδειγμα, η θυγατρική του Υπουργείου Εξωτερικών που ασχολείται με τα προγράμματα και την οικονομική διπλωματία στελεχώνεται από έξι χιλιάδες (6.000) άτομα και διαθέτει πέντε γραφεία στις μεγάλες πόλεις της Ολλανδίας.
Το δικό τους οικοσύστημα υποστήριξης του εξωτερικού εμπορίου έχει μια πολύπλοκη δομή, που χαρακτηρίζεται από τη διαρκή συνεργασία όλων των ενδιαφερόμενων φορέων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με στελέχη που απασχολούνται μόνιμα στο αντικείμενο και δεν το θεωρούν ως πάρεργο δίπλα στις άλλες δουλειές τους. Πολύ εντυπωσιακή είναι και η ενεργή συμμετοχή των πανεπιστημίων και των τεχνολογικών ιδρυμάτων, αυτά που αποκαλούν “knowledge institutions” και αποτελούν τον τρίτο πυλώνα του συστήματος υποστήριξης, δίπλα στους δημόσιους φορείς και στις επαγγελματικές οργανώσεις.
Οι διαδικασίες της εξεύρεσης εμπορικών εταίρων για τις ολλανδικές επιχειρήσεις είναι αυτοματοποιημένες, με όλα τα απαραίτητα στοιχεία οργανωμένα σε βάσεις δεδομένων. Οι διαδικασίες των τελωνείων είναι επίσης “fully computerized”, ακόμη κι αυτές που αφορούν ευαίσθητα ή δύσκολα θέματα, όπως τις άδειες εξαγωγής ειδών διπλής χρήσης (πολιτικής και στρατιωτικής), ή τις άδειες φυτοπροστασίας. Γενικά, η οργάνωση του εξωτερικού τους εμπορίου είναι δεκαετίες μπροστά από άλλες επίσης εξαγωγικές χώρες.
Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο σημείο που ήθελα να θίξω σ’ αυτό το άρθρο. Το πιο βασικό για μένα είναι ένα άλλο ζήτημα, με σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Όλοι οι Ολλανδοί experts με τους οποίους συνεργάστηκα, τονίζουν ένα θέμα για το οποίο είναι πολύ περήφανοι. Ότι όλα όσα έχουν πετύχει μέχρι σήμερα οφείλονται στην έννοια της συμπερίληψης, που είναι η κυρίαρχη έννοια της εθνικής τους νοοτροπίας. Δεν νοείται γι’ αυτούς να γίνονται διακρίσεις ή να μη συνεργάζονται ισότιμα, άτομα και φορείς, επειδή ανήκουν σε διαφορετική ομάδα συμφερόντων, ή σε διαφορετικά πολιτικά κόμματα, ή επειδή έχουν διαφορές κοινωνικών ή θρησκευτικών αντιλήψεων.
Δεν υπάρχει «εμείς» κι «αυτοί», όταν πρόκειται για συνεργασία με σκοπό την επίτευξη του κοινού στόχου. Δεν υπάρχει αριστερός και δεξιός, προοδευτικός και συντηρητικός, καθολικός και προτεστάντης. Αντίθετα, προέχει η συναίνεση, το consensus, που χαρακτηρίζει τις βορειοευρωπαϊκές κοινωνίες και τους δίνει σημαντικά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα για την επίλυση των προβλημάτων τους. Σε αντίθεση με τη στασιμότητα των Νοτίων, που παλινδρομούν επί δεκαετίες πάνω στα ίδια θέματα, αρνούμενοι να συνεργαστούν ο ένας με τον άλλον, καταργώντας η μία κυβέρνηση το έργο της προηγούμενης κ.λπ.
Η νοοτροπία αυτή αντλεί τη νομιμοποίησή της και βρίσκει την πηγή της ακόμη και μέσα στους ιδρυτικούς μύθους της χώρας. Οι Κάτω Χώρες, όπως είναι το επίσημο όνομα (Ολλανδία είναι μόνο μια περιοχή), είναι επίπεδες και κυρίως ένα μεγάλο τμήμα τους (περίπου το 30%) βρίσκεται λίγο κάτω απ’ το επίπεδο της θάλασσας. Κάτι που σημαίνει ότι προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη της χώρας είναι η δημιουργία και η συντήρηση ενός συστήματος από υπεράκτιες υποδομές, δηλαδή φράχτες για να μην εισβάλει η θάλασσα μέσα στις πόλεις και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Οι κάτω από το επίπεδο της θάλασσας παράκτιες περιοχές, που ονομάζονται polders, έπρεπε πάση θυσία να προστατευτούν και σ’ αυτή τη ζωτική για τη χώρα προσπάθεια, όλοι χρειάζονταν, για να συνδράμουν στην κατασκευή των φρακτών, ώστε να μην πνιγούν απ’ τη θάλασσα. Αυτό το «όλοι» είναι που έδωσε την πραγματική έννοια στο σύνθημα «κανείς δεν περισσεύει» και οδήγησε στην έννοια της συμπερίληψης και της συμπεριληπτικής κοινωνίας.
Στην πολιτική, η πραγματικότητα αυτή καταγράφηκε με τον όρο “polder model”, δηλαδή ένα συναινετικό μοντέλο διοίκησης και κυρίως λήψης αποφάσεων κοινωνικής πολιτικής, που καθιερώθηκε ως το κυρίαρχο πολιτικο-κοινωνικό μοντέλο στις δεκαετίες του 1980-90, με στόχο την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών τριβών και αντιπαραθέσεων.
Δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό, να μη διερωτηθούμε τι θα συνέβαινε στα καθ’ ημάς, όπου ακόμη και μια κυβέρνηση συνεργασίας θεωρείται μεγάλο και τολμηρό εγχείρημα. Θα μπορούσε να υπάρξει και στην Ελλάδα ένα βιώσιμο polder model;
Προφανώς, με τα σημερινά δεδομένα, κάτι τέτοιο φαίνεται απίθανο. Ίσως όμως σε μία με δύο γενιές από τώρα, όταν η πλειοψηφία θα έχει συνειδητοποιήσει ότι μόνο οι συναινετικές κοινωνίες μπορούν να πάνε μπροστά, να γίνει εφικτό. Για να το πετύχουμε, όμως, θα πρέπει σίγουρα να αλλάξουμε τη (διανοητική μας) γεωγραφία και από ορεινή χώρα να γίνουμε «επίπεδη και ίσως λίγο πιο κάτω απ’ τη θάλασσα», για να καταστεί κι εδώ συνείδηση ότι όλοι χρειάζονται για τους δικούς μας «υδατοφράκτες».
Διότι αλλιώς, μπορεί κι εμείς να πνιγούμε απ’ τη θάλασσα. Οψόμεθα.
* Ο Χρήστος Κίσσας έχει μεταξύ άλλων διατελέσει οικονομικός συντονιστής (Financial Coordinator) του Προγράμματος LIFE της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, στέλεχος της τράπεζας BFCE στο Παρίσι, Διευθυντής Διεθνών Εργασιών της Εμπορικής Τράπεζας κ.λπ. Έχει διδακτορικό στη Χρηματοοικονομική από το Πανεπιστήμιο Paris-Dauphine και έχει γράψει το βιβλίο “Green Finance” και δημοσιεύσει περισσότερα από 200 άρθρα σε τρεις γλώσσες.