Η πρόσφατη φονική σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, η οποία στοίχησε τη ζωή σε δεκάδες συνανθρώπους μας, έφερε στην επιφάνεια για ακόμη μια φορά ένα θέμα που ταλανίζει την Ελλάδα πολλά χρόνια: την απουσία αξιολόγησης του ανθρώπινου δυναμικού, την έλλειψη αξιοκρατίας στον τρόπο στελέχωσης και κατ’ επέκταση την έλλειψη διαφάνειας στη λήψη αποφάσεων και λειτουργίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Ο ρόλος του δημόσιου τομέα είναι να παρέχει υπηρεσίες υπεύθυνα προς τους πολίτες και συγκεκριμένα υπηρεσίες που ωφελούν όλη την κοινωνία και όχι μόνο τα άτομα που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες αυτές. Αυτό συνεπάγεται ότι ο δημόσιος τομέας οφείλει εξ’ ορισμού να ενεργεί με τρόπο που συνάδει με τις αρχές της ποιότητας εξυπηρέτησης και Βιώσιμης Ανάπτυξης. Οτιδήποτε άλλο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ίδιο τον σκοπό της ύπαρξής του.
Είναι όμως εφικτό για τον ελληνικό δημόσιο τομέα να υιοθετήσει πιο βιώσιμες πρακτικές τόσο στον τρόπο της διοίκησης όσο και της λειτουργίας του; Και τι χρειάζεται για να γίνει αυτό;
Ο δημόσιος τομέας λειτουργεί σε ένα περιβάλλον όπου οι προκλήσεις, οι ρόλοι και τα καθήκοντα γίνονται ολοένα και πιο πολύπλευρα. Η βιωσιμότητα για τον δημόσιο τομέα οφείλει να εστιάσει σε τομείς που εκτείνονται πέραν των ευρέως αναγνωρισμένων περιβαλλοντικών θεμάτων, όπως ο ενεργειακός μετασχηματισμός, ενώ παράλληλα θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα που αφορούν την κοινωνία και την διακυβέρνηση, με στόχο να μπορέσει να παράγει προστιθέμενη αξία και υπευθυνότητα, μακροπρόθεσμα.
Η Ατζέντα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη 2030 και τα κριτήρια ESG (Environmental, Social, Governance) αποτελούν μια καλή βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε ο ευρύτερος τομέας του δημοσίου στην Ελλάδα να στηρίξει ένα στρατηγικό σχέδιο, με στόχο τη μετάβαση σε μία χρηστή και ταυτόχρονα βιώσιμη διακυβέρνηση.
Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) παρέχουν τις κατευθυντήριες γραμμές που εξασφαλίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη, θα εγγυάται την κοινωνική ευημερία χωρίς αποκλεισμούς και την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, προς όφελος όχι μόνο των σημερινών αλλά και των μελλοντικών γενεών.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν μια σειρά από ενέργειες στο πλαίσιο ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού όπως π.χ. να συμπεριλάβουν οι δημόσιες αρχές τη βιωσιμότητα στην στρατηγική τους, να μπουν ασφαλιστικές δικλείδες για την περιβαλλοντικά υπεύθυνη αστική ανάπτυξη, να υιοθετηθούν βιώσιμες μέθοδοι εργασίας, να δοθεί έμφαση στην ψηφιοποίηση των πόλεων, των κωμοπόλεων ή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Για να λειτουργήσουν όλα αυτά, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση είναι, ο τρόπος διακυβέρνησης των κρατικών φορέων αλλά και των υπηρεσιών, να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια, ποιότητα και κυρίως υπευθυνότητα.
Ένα καλό παράδειγμα σχετικά με τη σύνδεση των ΣΒΑ με τη στρατηγική βιωσιμότητας στον Δημόσιο Τομέα, είναι αυτό της Γερμανίας. Στο πλαίσιο του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού, ο δημόσιος τομέας στη Γερμανία έχει αναλάβει το καθήκον της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης, σε εθνικό, ομοσπονδιακό ή δημοτικό επίπεδο. Το έργο αυτό αφορά κρατικές επιχειρήσεις, όπως οι φορείς παροχής υπηρεσιών μεταφορών ή οι εταιρείες κοινής ωφέλειας, καθώς και ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ενώ αντίστοιχα έχει θέσει στόχους επίτευξης.
Στον αντίποδα της Γερμανίας βρίσκεται η Ελλάδα, όπου η βιωσιμότητα στο δημόσιο έχει προς το παρόν εστιάσει σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια, στις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, στον οδοφωτισμό, στον έλεγχο της ορθής χρήσης της ενέργειας εντός των κτιρίων και στους εξωτερικούς δημόσιους χώρους.
Πρόκειται φυσικά για μία καλή αρχή, αλλά έχουμε ακόμη τεράστια απόσταση να διανύσουμε μέχρι να μπορέσουμε να μιλάμε ένα πραγματικά βιώσιμο δημόσιο, όταν δεν έχουν λυθεί βασικά θέματα εξυπηρέτησης πολιτών, αξιολόγησης προσωπικού και σε κάποιες περιπτώσεις ασφάλειας.
Η πορεία προς τη βιωσιμότητα για να είναι αποτελεσματική και ουσιαστική πρέπει να μπορεί να μετρηθεί, να λειτουργήσει και να ελεγχθεί. Η Ατζέντα 2030 και τα κριτήρια ESG μαζί με την αυστηρή Ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν αξιοποιηθούν σωστά μπορούν να αποτελέσουν για τον δημόσιο τομέα μία γερή βάση, πάνω στην οποία θα χτίσει μια νέα κουλτούρα και υπηρεσίες αντίστοιχες με αυτές που επιζητά η πλειοψηφία του πληθυσμού στη χώρα μας.
* Ο Νίκος Αυλώνας είναι Πρόεδρος Κέντρου Αειφορίας (CSE), Επισκέπτης Καθηγητής Οικονομικό Πανεπιστήμιο Aθηνών (IMBA) & Πανεπιστήμιο του Ιλινόις -Σικάγο