Δευτέρα, 5 Δεκεμβρίου 2002. Ο νεαρός Κινέζος που κάθεται απέναντί μου στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου κοντά στα Γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες μιλάει άψογα γαλλικά και αγγλικά και μου τονίζει ότι μαθαίνει και ρωσικά. Είναι υπεύθυνος επικοινωνίας ενός «κινέζικου επιχειρηματικού οργανισμού» στη βελγική πρωτεύουσα και στην ερώτησή μου γιατί μαθαίνει ρωσικά, πολύ απλά μου απαντά, «γιατί ο Πούτιν έχει πλέον την πλήρη εξουσία και οι σχέσεις της Κίνας με τη Ρωσία θα γίνουν στενότερες».
Μα πώς έτσι ξαφνικά; τον ερωτώ. «Καθόλου», μου απαντά. «Ο Πούτιν από καιρό ήθελε να εγκαταλείψει την πολιτική Γέλτσιν και τώρα το έχει καταφέρει. Όλο αυτό το διάστημα εξάλλου “εξαπατούσε” τους Ευρωπαίους, καταφέρνοντας να μπει για καλά σε αρκετές ευρωπαϊκές αρθρώσεις, κυρίως δε αποκατέστησε καλές σχέσεις με τη Γερμανία. Όμως σε μυστική συνάντηση που είχε με την ηγεσία της χώρας μου, στη Σαγκάη, έδειξε αποφασισμένος να πάρει μέρος σ’ ένα αντιδυτικό μέτωπο στο οποίο Κίνα και Ρωσία θα έχουν τον πρώτο λόγο. Το πρόβλημα όμως στο σχέδιο αυτό είναι πρωτίστως η Ινδία και στη συνέχεια η Ιαπωνία...».
Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά; ρωτώ τον συνομιλητή μου. Χαμογελάει και σοβαρά λέει: «Αγαπητέ μου, βρισκόμαστε στην είσοδο του τρίτου παγκόσμιου πολέμου. Ευελπιστώ ότι ένας επικεφαλής των Ευρωπαίων δημοσιογράφων όπως εσείς, θα μεταφέρετε τις σκέψεις μου και στους άλλους συναδέλφους σας. Αυτό θα είναι καλό...».
Πριν λίγες ημέρες, ο τότε νεαρός Κινέζος μού έστειλε ένα μέιλ, με συνημμένο ένα κείμενό του, στο οποίο εξηγεί ότι έχει εγκατασταθεί από το 2017 στη Νέα Υόρκη και ως πρώην συνεργάτης των κινεζικών υπηρεσιών πληροφοριών (Qingbao) έχει σοβαρό πρόβλημα με τις κινεζικές αρχές. Στο σημείωμά του τονίζει με έμφαση ότι η Κίνα δίνει μεγάλη σημασία στην ψηφιακή διάσταση του νέου παγκόσμιου πολέμου και προσώρας θα στηρίζει τον Πούτιν στις παραδοσιακές πολεμικές του επιχειρήσεις... «Αναφορικά με το θέμα της Ουκρανίας, στην Κίνα, η ηγεσία της, από το 2005 ζει με την ψύχωση της τότε "πορτοκαλί επανάστασης" στο Κίεβο, την οποία όπως και Ρώσοι απέδιδε στη CIA», τονίζει.
Υπό αυτή την έννοια, προσθέτει, οι γνωστές λαϊκές κινητοποιήσεις στο Χονγκ Κονγκ δημιούργησαν ανησυχίες στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας, το οποίο οδεύει προς τα 80 χρόνια στην εξουσία και «οραματίζεται» να τα εκατοστίσει. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή ηγεσία, συνεχίζοντας τη μυστική τότε απόφαση Πούτιν - Ζεμίν του 2002 για στενή αντιδυτική και αντιαμερικανική στρατηγική των δύο χωρών, είναι αποφασισμένη να δώσει διάρκεια στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Ήδη η Κίνα, δια του νέου της υπουργού Εξωτερικών, έδειξε μέρος από τα χαρτιά της. Θα τροφοδοτεί με όπλα τη Ρωσία, θα αποσταθεροποιεί όπου και όπως μπορεί τη Δύση και θα παίζει σε κάποια φάση το χαρτί της εισβολής στην Ταϊβάν. Από την άλλη πλευρά, σήμερα, η Κίνα εξετάζει νέες πολιτικές και στρατηγικές ψηφιακού πολέμου. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κινέζοι επενδύουν στην τεχνητή νοημοσύνη και στα κρυπτονομίσματα.
Όπως μας λέει ο σύμβουλος στρατηγικής Μισέλ Λαμί, πρώην συνεργάτης του Γάλλου προέδρου Μ. Μακρόν, «η επιστροφή στην κανονικότητα είναι αδύνατη, συνεπώς η διαρκής σταθεροποίηση γίνεται χαμένο όνειρο». Όπως εξελίσσονται οι διάφορες γεωπολιτικές καταστάσεις, «από τις οικονομίες της ειρήνης οδεύουμε προς μορφές οικονομικού πολέμου. Αυτή η αλλαγή συνεπάγεται περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό και νέο προστατευτισμό στο διεθνές εμπόριο».
Είναι κατάδηλο έτσι ότι η λογική των «φιλικών μπλοκ» θα έχει προτεραιότητα έναντι της πολυμέρειας. Για χώρες με υψηλό χρέος και χαμηλή εξωστρεφή παραγωγικότητα, όπως η Ελλάδα για παράδειγμα, η εξέλιξη αυτή δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Ιδιαίτερα σε εποχή πολεμικής οικονομίας και με την Τουρκία απέναντί της.
Αυτό σημαίνει ότι η χώρα, υπό την πίεση των νέων εξελίξεων, θα πρέπει να επανεξετάσει το παραγωγικό της πρότυπο και κυρίως να εξυγιάνει πλήρως τον από κάθε άποψη καθυστερημένο δημόσιο τομέα της. Σε μια μορφή πολεμικής οικονομίας δεν νοείται μια χώρα να έχει έναν Οργανισμό Σιδηροδρόμων όπως ο ημέτερος. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται λίγος για αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, όταν ήδη σε παγκόσμιο επίπεδο μαίνεται ο πόλεμος των ταλέντων.
Πέρα, λοιπόν, από την ψηφιοποίηση που γνωρίσαμε τα τρία τελευταία χρόνια, τεράστια βήματα πρέπει να γίνουν και προς την κατεύθυνση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού. Δεν χωράει δε καμιά αμφιβολία ότι η παράταση του ουκρανικού πολέμου και η αποσταθεροποίηση σε Βαλκάνια και ΝΑ Μεσόγειο που επιχειρούν Ρώσοι, Κινέζοι και Ιρανοί, κάνει επείγουσα και την επανεξέταση της αμυντικής στρατηγικής της χώρας, υπό το πρίσμα των ψηφιακών δεδομένων και της τεχνητής νοημοσύνης.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας πρέπει να αποκτήσουν τον ύψιστο δυνατό επαγγελματισμό και τη μόνιμη παρακολούθηση των ψηφιακών εξελίξεων.
Στη Γαλλία για παράδειγμα, με την οποία έχουμε και σημαντική αμυντική συνεργασία, ο τομέας της άμυνας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Τι σημαίνει αυτό; Στις 20 Ιανουαρίου, το Μέγαρο των Ηλυσίων έθεσε σε τροχιά τον μελλοντικό νόμο στρατιωτικού προγραμματισμού 2024-2030, που αντιπροσωπεύει 413 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά ένα τρίτο περισσότερο από τον προηγούμενο(2019-2025).
Ειδικότερα, οι πιστώσεις που διατίθενται σε δυνατότητες πληροφοριών αυξάνονται κατά 60%, γεγονός που από μόνο του λέει πολλά.